Γράφει η Μελίνα Αγγελάκη
Κάθε χρόνο στις αποθήκες γίνονται απογραφές. Πόσα πήραμε, πόσα δώσαμε, πόσα αγοράσαμε, πόσα χάσαμε, πόσα απέμειναν, πόσο είναι το έλλειμμα και πόσα χρειαζόμαστε για να γεμίσουμε και πάλι. Κάπως έτσι ξυπνάμε κι εμείς εκείνη την τελευταία μέρα του χρόνου.
Γιατί τι νομίζεις πως είμαστε όλοι μας; «Ανθρώπινες αποθήκες». Μη στραβομουτσουνιάσεις και μη βιαστείς να κατακρίνεις τούτο το χαρακτηρισμό. Την τελευταία μέρα του χρόνου, ανάμεσα σε καμπανάκια από κάλαντα, μαγειρέματα και ψώνια της τελευταίας στιγμής, αν είσαι από τους τυχερούς αυτού του κόσμου, βγάζεις το τεφτέρι σου και ξεκινάς να λογαριάζεις τα προαναφερόμενα.
Σκέφτεσαι όσα ήρθαν κι όσα έμειναν, σκέφτεσαι κι εκείνα που έφυγαν, σκέφτεσαι τα λάθη, τα σωστά, τα δάκρυα, τα γέλια, τις αγκαλιές και τα χαστούκια. Αναπολείς, χαμογελάς, μελαγχολείς κι εξακολουθείς να υπάρχεις. Τα πεπραγμένα δεν αλλάζουν λες, μα τα μελλούμενα ίσως έχουν μια ευκαιρία ν’ αλλάξουν.
Για τούτη τη στιγμή έχω να σου πω. Αυτή που σκέφτεσαι πως όσα και να λογαριάσεις αυτό που μένει κρατούμενο θα είναι πάντα εκείνο που θες να καταφέρεις ν’ αλλάξεις στη ζωή σου. Κάντο και ξεκίνα από εκείνη την ευχή που έκανες στο τελευταίο κλικ του δείκτη του ρολογιού σου. Μια ευχή που ίσως δεν πραγματοποιηθεί ποτέ, μα πήρε ζωή μέσα στη σκέψη σου κι εσύ ίσως για πρώτη φορά ξεχώρισες τι είναι αυτό που θέλεις περισσότερο από όλα να σου συμβεί και ν’ αλλάξει στην πορεία σου.
Σου μιλάω για εκείνο το κλάσμα του δευτερολέπτου που ο εγωισμός δεν έχει θέση στο κεφάλι σου ή στην καρδιά σου, είσαι μόνο ο εαυτός σου με την πιο βαθιά επιθυμία σου. Κι αν όλη την υπόλοιπη μέρα σου την πέρασες λογαριάζοντας και νιώθοντας την έλλειψη ή τον κορεσμό, χάρισε αυτή τη στιγμούλα σε σένα και στη μονάδα που προστίθεται στο τελευταίο ψηφίο του χρόνου.
Βάλε τα καλά σου, όχι έξω σου μα μέσα σου. Χαμογέλα κι ας μην έχεις δύναμη και λόγο, ποιος ξέρει τι θα ξημερώσει αύριο και πότε κρατάει την δική σου ανατροπή η ζωή. Αφέσου για λίγο να σε παρασύρει το ποτάμι κι αν νιώσεις να πνίγεσαι, μάθε να παίρνεις ανάσες και κάτω από το νερό, πάψε για λίγο να πολεμάς, να επιθυμείς και ν’ αναλώνεσαι.
Να θυμάσαι κι ας μετανιώνεις, κι αν πονάς, μάθε να αγαπάς τις «ουλές σου» και φτιάξε παραμύθια κι ιστορίες γι’ αυτές, να τις λες στον εαυτό σου και να τον μαγεύεις. Κι αν σου πουν πως είσαι στον κόσμο σου, άπλωσε το χέρι σου και προσκάλεσέ τους. Κέρασέ τους γλυκό του κουταλιού και δρόσισέ τους με την αγκαλιά και το χαμόγελό σου κι άνοιξέ τους παράθυρο στο φως που κάπου ξεχάστηκε, μα ακόμη υπάρχει.
Στο κλικ του ρολογιού έκανες μια ευχή; Αν ναι, δώσε της δύναμη και φτερά κι άφησέ την ελεύθερη να ταξιδέψει, εκείνη ξέρει το δρόμο της ακόμη κι αν εσύ έχεις χαθεί. Μα κι αν ακόμη είσαι από εκείνους που τίποτε δεν ευχήθηκαν, ίσως φέτος να είσαι εσύ η ευχή κάποιου, ποτέ δεν ξέρεις…