Γράφει η Μελίνα Αγγελάκη
Επιθυμίες, λαχτάρες, πόθοι και πάθη. Κρυμμένα και φανερά, δηλωμένα κι αδήλωτα, ερωτικά, φιλικά. Κάνουν πάρτι μέσα μας , μας οδηγούν σε στόχους και μας θέτουν σκοπούς. Στ’ ανεκπλήρωτα σπαταλάμε χρόνο και σκέψη και στα εκπληρωμένα, μνήμη και ζωή.
Όλοι επιθυμούμε να είμαστε η επιθυμία κάποιου κι όχι η υποχρέωση. Επιθυμούμε να νιώθει ο άλλος την έλλειψή μας κατά τη διάρκεια της ανυπαρξίας μας από το πλευρό του. Εγωιστικό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, μα μήπως δεν είναι αλήθεια;
Όσο κι αν θέλουμε αυτός που αγαπάμε να είναι ευτυχισμένος, κατά βάθος θέλουμε να ξέρουμε πως τόσο ευτυχισμένος όσο θα ήταν κοντά μας δε θα είναι ποτέ, πουθενά αλλού και με κανέναν άλλο.
Σοκαριστικά ανθρώπινο. Επιθυμώ, διεκδικώ, ελπίζω κι ονειρεύομαι και ταυτόχρονα αφήνω πίσω τον εγωισμό και τη ζήλια κι αν έχω ισορροπήσει ως άνθρωπος είμαι σε θέση να επιθυμώ χωρίς να ζημιώνω κανένα γύρω μου.
Μα περισσότερο οφείλω να επιθυμώ χωρίς να ζημιώνω τον ίδιο μου τον εαυτό, με προσωρινές απολαύσεις, σαρκικές ή πνευματικές, κενές κι ανούσιες. Επιθυμώ κάτι ή κάποιον δίχως να μου γίνεται εμμονή, δίχως να καταλήγει ψυχωτικό. Η επιθυμία δεν κρύβει καταπίεση και δεν περνάει χειροπέδες. Αν φτάσει σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει ν’ αναμετρηθεί με την αξιοπρέπεια και την αυτοεκτίμηση.
Η πιο τέλεια κι ολοκληρωμένη στιγμή ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, είτε πρόκειται για ερωτική είτε για φιλική σχέση, είναι η ταύτιση των επιθυμιών τους. Να ξέρεις και να διαπιστώνεις, πως αυτός ο άνθρωπος που επιθυμείς έχει ακριβώς το ίδιο συναίσθημα με σένα.
Η στιγμή που συγχρονίζονται οι «λαχτάρες δύο ανθρώπων» είναι μαγική. Δυο δρόμοι σε παράλληλη τροχιά που καταφέρνουν να διασταυρωθούν, μιας κι όταν τα συναισθήματα είναι δυνατά κι έντονα μπορούν να προκαλέσουν «σεισμό» και να φέρουν σε απόσταση αναπνοής όσα βρίσκονταν απομακρυσμένα και ριζωμένα σ’ άλλη τροχιά για χρόνια…
Επιθυμώ χωρίς να σε ορίζω, χωρίς να με ορίζω. Όσο επικρατεί ο αυθορμητισμός, η μαγεία δηλώνει την παρουσία της. Όταν οι επιθυμίες συνοδεύονται από χαλινάρια, τα δικαιώματα φιμώνονται και τα «πρέπει» κάνουν κατάληψη.
Να επιθυμείς στο βαθμό που φιλοδοξείς χωρίς να εθελοτυφλείς. Να επιθυμείς μέχρι εκεί που δε θα χάσεις τον εαυτό σου χωρίς μονοπάτι επιστροφής. Το ν’αφεθείς και να παρασυρθείς από την έντονη επιθυμία σου, χωρίς να λογαριάσεις συνέπειες και κόστος, δεν είναι κατακριτέο κι αν γίνει τότε κάποιος δεν έλαβε υπόψη όλες τις παραμέτρους.
Επιθυμώ, λαχταρώ κι έρχονται ώρες που η διεκδίκηση γίνεται τρέλα κι η τρέλα τρόπος ζωής. Εκείνη τη στιγμή από κάπου πρέπει ν’ακουστεί ένα ηχηρό χαστούκι που θα σ’επαναφέρει στην πραγματικότητα και θα σε ταρακουνήσει. Όχι για να σου στερέψει την επιθυμία, αλλά για να στην αναμίξει με λίγη δόση λογικής μήπως ξαναδείς πιο καθαρά τη δική σου εικόνα.
Η επιθυμία θρονιάζεται στην ψυχή σαν όνειρο μα αν δεν την προσέξεις μπορεί να γίνει ο εφιάλτης σου. Να επιθυμείς χωρίς να προκαλείς γρατζουνιές και τραύματα στον εαυτό σου ή στους άλλους.
Να επιθυμείς μα να μη γίνεσαι πιόνι των επιθυμιών σου για να σε «πηδάει» ο ίδιος σου ο εαυτός από το άσπρο στο μαύρο τετράγωνο, διαγράφοντάς σου συνεχώς την ίδια πορεία μόνο και μόνο για να κάνεις κάποια στιγμή την κίνηση Ματ. Μια κίνηση που μπορεί και να μην έρθει ποτέ.
Όταν κάποιος στόχος από όσα επιθυμείς παύει να είναι διαθέσιμος, αντί να δηλώνεις πεισματικά πως μόνο αυτό επιθυμείς, σπαταλώντας κινήσεις κι ενέργεια για κάτι που και να το κατακτήσεις πιθανόν να είσαι τόσο κουρασμένος από την αναμονή που θ’ αναρωτιέσαι αν πραγματικά ό,τι επιθύμησες είναι αυτό που κατάφερες να κατακτήσεις.
Να επιθυμείς χωρίς να μυθοποιείς, χωρίς να γίνεσαι φαντασιόπληκτος και χωρίς να δίνεις εξωπραγματικές διαστάσεις στο επιθυμητό, απαξιώνοντας την πραγματικότητα που βιώνεις.
Οι επιθυμίες μας κρύβονται στις σκέψεις μας, εκείνες που ίσως πότε δε γίνουν όνειρα, ίσως ποτέ δεν εκφραστούν κι ίσως ποτέ δε γίνουν πραγματικότητα, μα όσο επιθυμούμε τόσο δηλώνουμε παρόντες στην ίδια μας τη ζωή.