Γράφει η Μαριάμ Πολυγένη

Έχω ακούσει να την αποκαλούν με πολλά ονόματα. «Ξενέρωμα», «ξεφτίλα», «απογοήτευση».  Στις δεύτερες βαπτίσεις της αυτά, γιατί στις πρώτες  τη φώναζαν «έρωτα», «αυτό που έψαχνα να βρω», «το άλλο μου μισό» μέχρι κι «αγάπη». Τώρα όμως έχουν καταλήξει. Στον έρωτα, όλα είναι θέμα απομυθοποίησης όπως γράφει κι εκείνο το σύνθημα στους τοίχους. Μόνο που αυτοί το λένε γιατί η απομυθοποίηση είναι ο λόγος για να πάψουν να επιθυμούν και να ερωτεύονται. Για κάποιους όμως, λόγος για να συνεχίσουν.

Όχι, δεν είμαι και σήμερα θυμωμένη κι έπιασα πάλι το χαρτί και το στιλό να τα χώσω σε όσους απομυθοποιούν τον έρωτα. Σήμερα είμαι εδώ για να σου πω πόσο πολύ αγαπώ όσους το κάνουν αυτό. Γιατί είμαι κι εγώ μία από αυτούς…

Την αγαπώ την απομυθοποίηση, πάντα την αγαπούσα. Ίσως γιατί βαθιά μέσα μου παρακαλούσα πάντα ν’ αγαπηθώ για ό,τι είμαι και να μη χρειαστεί ποτέ να προσπαθώ συνεχώς να δείξω στον άλλον κάτι που εξ’ αρχής  δεν μπορεί να δει. Κανείς στην αρχή κάθε έρωτα δε σ’ έχει ερωτευτεί γι’ αυτό που είσαι, μην παραμυθιάζεσαι.

Οι άνθρωποι συναντούν άλλους ανθρώπους και προβάλουν πάνω τους όλα όσα θα ήθελαν να συναντήσουν σ’ ένα άτομο, όσα θα ήθελαν ν’ αντιμετωπίσουν από αυτό κι όλα όσα θα ήθελαν να ζήσουν μαζί του. Δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να το αλλάξεις αυτό. Μόνο να περιμένεις. Να περιμένεις να έρθει ο σύμμαχος σου. Αυτή με τα άσχημα ονόματα. Αυτή που τρομοκρατεί όσους δεν διδάχθηκαν ποτέ από τον έρωτα και χαροποιεί με τον ερχομό της όσους ζήσανε στο πετσί τους την ευλογία που σέρνει μαζί της.

Η απομυθοποίηση είναι δώρο. Έρχεται για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, όταν εμείς δεν μπορούμε. Όταν έχουμε προβάλει τόσες ψεύτικες εικόνες και προσδοκίες πάνω στον άλλον όπου πάψαμε ν’ αναγνωρίζουμε πια ακόμη και τις δικές μας. Ξεκινήσαμε με το να επιθυμούμε κάτι φαινομενικά συμβατό μ’ εμάς, τις επιθυμίες και τις ανάγκες μας και τη στιγμή που μας δίνεται η μοναδική ευκαιρία ν’ ανακαλύψουμε αν είναι πράγματι έτσι, την απορρίπτουμε.

Είναι λίγοι εκείνοι που αντέχουν την ξεφτίλα. Λέγοντας «ξεφτίλα» για να μην παρεξηγηθεί ο όρος που χρησιμοποιώ, εννοώ όλες εκείνες τις κινήσεις που ο ιδανικός σου σύντροφος, αυτός που έχεις οραματιστεί κι εύχεσαι να υπάρχει, δε θα έκανε ή δε θα τις έκανε με τον τρόπο που θα τις κάνει ο άνθρωπος που έχεις απέναντί σου. Κι ίσως το γνωρίζεις. Κι ίσως γι’ αυτό και δε θες να το ζεις. Γιατί ξέρεις ότι η απομυθοποίηση θα σου στερεί το απόλυτο. Αυτό δηλαδή που ούτως ή άλλως δεν υπάρχει, αλλά κι εσύ κι εγώ έχουμε πιστέψει τόσο σε αυτό, που δε δεχόμαστε ν’ απαρνηθούμε την ύπαρξή του.

Και κάπως έτσι, άλλοι, πιο διαλλακτικοί σε συμπεριφορές και πιο ανεκτικοί στα ανθρώπινα κουσούρια ζούνε όμορφες ιστορίες ενώ εμείς όχι. Μας τρομοκρατεί το ν’ αναδείξει η απομυθοποίηση τις πραγματικές διαστάσεις από έναν άνθρωπο ή μια κατάσταση και γι’ αυτό επιλέγουμε να μη ζούμε μαζί του οτιδήποτε θα μπορούσε να  τις φανερώσει.

Γιατί όμως; Να ‘ναι γιατί δε θέλουμε αγάπη αλλά «της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό» ή γιατί φοβόμαστε πως οι αδυναμίες που θ’ αποκαλυφθούν κι από τις δύο πλευρές, θα φανερώσουν πολλές από τις ελλείψεις μας; Αυτές που ποτέ δεν ξεστομίσαμε στον άλλον. Αυτές που μας ορίζουν σαν προσωπικότητα και που μας είναι ευκολότερο να τις κρατάμε μυστικές από το να τις αποκαλύψουμε. Εξάλλου εμείς μπήκαμε σε αυτές τις γνωριμίες για να ζήσουμε τη μαγεία κι όχι την πραγματικότητα. Θέλει γερό στομάχι η πραγματικότητα και το δικό μας είναι ήδη ευαίσθητο. 

Σκέψου όμως λίγο… Αν η μαγεία κατοικεί στο παλάτι που συναντάς μετά το «λάκκο με τις λάσπες» που πρέπει να περάσεις; Αν το πιο δυνατό σημείο που έχει ο ήρωας του παραμυθιού που χρόνια ονειρεύεσαι είναι στοιχεία που ο απέναντι τα βλέπει για αδυναμίες και δε στα έδειξε ποτέ; Αν ο δρόμος για να νιώσεις ασφαλής δεν είναι μόνο αυτός που συναντάς τον εαυτό σου, αλλά περνάει μέσα από τις ανασφάλειες του άλλου; Αν η πιο ισχυρή ένωση δεν είναι αυτή της σάρκας, αλλά η ικανότητα να μπορείς να μοιράζεσαι ανησυχίες, φόβους και πόνους μ’ έναν άνθρωπο, θ’ απομακρυνθείς από τον  πιο σίγουρο δρόμο για να το μάθεις;

Σπάνια δίνω συμβουλές, αλλά κράτα μία. Να δένεσαι όσο περισσότερο μπορείς με τον άλλον, να πέφτεις με τα μούτρα πάνω του αν σ’ ενδιαφέρει ως άνθρωπος. Να ξέρεις τι αγαπά, τι σιχαίνεται, με τι δακρύζει, με τι γελάει υστερικά και τι δε θα σου συγχωρούσε ποτέ. Ποια ταινία αγαπά, ποιο αντικείμενο θα έσωζε από το σπίτι του αν έπαιρνε φωτιά και γιατί διάλεξε να περάσει μαζί σου αυτή τη βραδιά. Για όλα να τον ρωτάς κι όλα μαζί του να τα κάνεις. 

Κι αν οι ποιητικοί σας διάλογοι, τα έξυπνα υπονοούμενα, ο θαυμασμός κι ο αλληλοσεβασμός, καταφέρουν ν’ αντέξουν τη μακροχρόνια οικειότητα και να συνεχίσουν να υπάρχουν, τότε και μόνο τότε μπορείς να χαρακτηρίσεις έναν άνθρωπο σημαντικό. Μόνο τότε ό,τι είπες κι έκανες για εκείνον ισχύει. Αν πρέπει να ‘σαι μόνιμα σέξι, ενδιαφέρουσα, περιποιημένη και πάντα σε καλή διάθεση για να σε αποδέχεται «ο άνθρωπος σου» πώς συνεχίζεις ακόμη να τον αποκαλείς άνθρωπό σου δεν ξέρω!

Η απόσταση, δίνει μια ψευδαίσθηση δύναμης, αλλά η πραγματική δύναμη θα ‘ναι πάντα εκείνη που αντέχει την τριβή. Δια της τριβής προκαλείται θερμότης κι αν δεν έχεις νιώσει να πέφτει ο άλλος από την κορυφή του βάθρου όπου τον τοποθέτησες και για σένα να μην αλλάζει τίποτα απολύτως στην κρίση σου και στα συναισθήματά σου γι’ αυτόν, δεν μπορείς να χρησιμοποιείς ορισμούς όπως «αγάπη» κι «αυτό που έψαχνα να βρω». Αναζητάς χρόνια ένα «θαύμα» αλλά απορρίπτεις τον δρόμο που οδηγεί σε αυτό. 

Η απομυθοποίηση είναι η αρχή των δυνατών συναισθημάτων, μα αυτό το ξέρει όποιος ωρίμασε συναισθηματικά. Αυτός που μπορεί να νιώσει τι αγάπη κρύβει ο στίχος του Σταμάτη Χατζηευσταθίου που ερμηνεύει ο Κώστας Μακεδόνας και που τυχαία -τυχαία;- παίζει στον υπολογιστή μου αυτή τη στιγμή. «Αν μ’ έβλεπες σ’ αυτή την κατρακύλα, παρ’όλη την ξεφτίλα θα ήθελα να ‘ρθεις».