Γράφει ο Κωνσταντίνος Τσιμπώνης

Από μικρό παιδί ήθελα να βάλω εκείνο το κέρμα που βάραινε την τσέπη μου πάνω σε μια γραμμή, εκεί, στον σταθμό των τρένων. Δεν θα έπαιζε ρόλο σε ποια απ’ όλες τους, είτε ήταν καινούριες και γυαλιστερές, είτε πολυχρησιμοποιημένες και μουντζουρωμένες με λάδια, είτε ανεπαίσθητα γέρναν λίγο αγκομαχώντας κάτω απ’ το βάρος του τρένου.

Του τρένου που είτε πήγαινε είτε ερχόταν, είτε έπαιρνε εκείνους που το αποφάσισαν είτε έφερνε εκείνους που επιστρέψαν, μα πάντα ταξιδεύοντας, πάντα πηγαίνοντας μπροστά. Κι ήξερα πως ήταν οι τελευταίες στιγμές που το κρατούσα στα δάχτυλά μου στην αρχική του μορφή, τη στιγμή που θ’ άκουγα το τρένο να σφυρίζει.

Μεγαλώνοντας και θέλοντας να μοιάσω στους άλλους, τους μεγάλους, χάιδευα το κέρμα στην τσέπη μου χαζεύοντας ήσυχος τα φωτισμένα μπουκάλια του μπαρ πίσω από τον άνθρωπο που με κοιτούσε περιμένοντας. Δε θα έπαιζε ρόλο σε ποια απ’ όλες τις ψευδαισθήσεις θα βυθιζόμουν, είτε καινούριες και γυαλιστερές, είτε πολυχρησιμοποιημένες και μουντζουρωμένες με μνήμες, είτε παίρναν ανθρώπους μακριά είτε φέρναν αναμνήσεις κοντά. Κι ήξερα πως ήταν οι τελευταίες στιγμές που το κρατούσα στα δάχτυλά μου στην αρχική του μορφή, τη στιγμή που θ’ άκουγα τον άνθρωπο να με ρωτά «τι θα πάρετε κύριε;» .

Λίγο αργότερα κι ίσως θέλοντας να ξεχωρίσω και ν’ αποστασιοποιηθώ απ’ οτιδήποτε θα μπορούσα να του μοιάσω, έσφιγγα το κέρμα δυνατά, μετρώντας κάθε μια απ’ τις χαραγματιές του με τα νύχια μου. Δε θα έπαιζε ρόλο όμως πόσες ή πόσο βαθιές ήταν, ούτε το μήκος τους, ούτε το ακριβές σημείο.

Ήμουν απασχολημένος με το βλέμμα σου και με το να μετρώ κάθε φορά, αν μ’ έδιωχνε ή με καλούσε, αν μου έκλαιγε ή μου γελούσε. Θα στο’ δινα. Κι ήξερα πως ήταν οι τελευταίες στιγμές που το κρατούσα στα δάχτυλά μου στην αρχική του μορφή, κάθε στιγμή που θα σ’ άκουγα να λες «γεια».

Τώρα, ανάμεσα στο τικ και το τακ του χρόνου, κρατώντας ακριβώς στο κέντρο της παλάμης το παρ’ ολίγον νόμισμα, τυφλώνομαι από την αντανάκλαση του φωτός που γέρνει πάνω του. Δεν βιάζομαι. Δεν παίζει ρόλο ο χρόνος, ούτε ο τόπος, αν είναι μέρα ή νύχτα, ούτε αν πηγαίνω ή έρχομαι, αν θα φύγω ή θα επιστρέψω, αν θα νικήσω ή θα νικηθώ. Δεν παίζουν ρόλο οι άνθρωποι αλλά μόνο οι στιγμές που θα ζήσεις μαζί τους.

Και ξέρω πως το μόνο που θέλω ν’ ακούσω πλέον, είναι ο ήχος τη στιγμή που θα το χτυπήσει ο αντίχειράς μου, στρίβοντάς το στον αέρα.