Γράφει η Μελίνα Αγγελάκη
Το άγγιγμα είναι ο τρόπος που βρίσκει το σώμα για να εκφραστεί. Είναι το μέσον της ψυχής για να μιλήσει. Μέσα του μπορείς ν’ ανακαλύψεις όσα μένουν ανείπωτα και κρυμμένα για χρόνια ολόκληρα. Ένα άγγιγμα μπορεί να πυρπολήσει ένα κορμί ή να του προκαλέσει κρυοπαγήματα. Μπορεί να του φυσήξει τη ζωή ή να του τη στερήσει. Μπορεί να μπερδέψει ή να ξεμπερδέψει λόγια και συναισθήματα. Στο σμίξιμο δυο ανθρώπων, αναγνωρίζεις τη συνέχεια ή την παύση, τη δύναμη ή την αδυναμία, το πολύ ή το λίγο.
Ακόμη κι ένα τυχαίο άγγιγμα μπορεί να σε οδηγήσει σε σκέψεις και σε όνειρα, σ’ ελπίδες και σε προσδοκίες. Γιατί όσο κι αν το αμφισβητείς, υπάρχουν κάποια αγγίγματα που σε ζεσταίνουν πριν καν γνωρίσεις την ταυτότητά τους. Σου δημιουργούν μια αίσθηση οικειότητας σαν να άνηκες εκεί από πάντα.
Θα έλεγε κανείς πως η σάρκα ενός ανθρώπου είναι κομμάτι της δικής σου που ξεχάστηκε στο χρόνο κι ήρθε τώρα πάλι να σε βρει για να σε ολοκληρώσει. Σαν εκείνο το κομμάτι του παζλ που είχε τρυπώσει κάτω από το χαλί κι ανακαλύπτοντάς το, απλώθηκε στα μάτια σου μπροστά η εικόνα που κρυβόταν τόσο καιρό.
Ο τρόπος που σε αγγίζει κάποιος δύσκολα λέει ψέματα. Κι αν ξεγελαστείς είναι γιατί εσύ το θέλησες. Το σώμα έχει τη δική του γλώσσα. Μια γλώσσα που δε χρειάζεται μετάφραση για να καταλάβεις, το «όχι» και το «ναι», το «προχώρα» και το «σταμάτα». Το άγγιγμα είναι σανίδα σωτηρίας για εκείνους που ο φόβος τους σφραγίζει τα χείλη και το θάρρος τους δεν είναι αρκετό για να γίνουν τα συναισθήματα λέξεις.
Ανοίγοντας τα χέρια τους κι αγκαλιάζοντάς σε, ξεσφραγίζουν τη σιωπή τους και σε κάνουν να νιώθεις πιο γεμάτος από ποτέ. Το χάδι τους σε γαληνεύει, σε ηρεμεί και σε μαγεύει. Στο κράτημα τους παραδίνεσαι έτσι απλά κι ενώ νιώθεις ευάλωτος κι αδύναμος, ταυτόχρονα ανακαλύπτεις κι όση δύναμη κρύβεται μέσα σου.
Κι από την άλλη, όσα λόγια κι αν ειπωθούν ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, θα υπάρχει πάντα εκείνη η γλυκιά προσμονή της σάρκας για να δοθούν οι απαντήσεις και να πάψουν οι ενδοιασμοί, οι παρανοήσεις και οι φρούδες ελπίδες. Γιατί κι εκείνοι που μιλούν κι εκείνοι που δεν τρομάζουν από δηλώσεις και βαθειά νοήματα, ακόμη κι εκείνοι έχουν την ανάγκη να μη σκορπίζουν και να μη στερούν το άγγιγμά τους χωρίς να υφίσταται λόγος.
Κι ακριβώς επειδή όσα ψέματα κι αν ξεστομίσουν τα χείλη, το άγγιγμα είναι ο μεγαλύτερος προδότης της αλήθειας σου, όσες δηλώσεις κι αν κάνεις, αν θες να κρυφτείς, καλύτερα να μην αγγίξεις. Όσο φανερό γίνεται το συναίσθημα αγγίζοντας κάποιον, άλλο τόσο φανερώνεται και η έλλειψή του όποτε κι όπου υφίσταται. Τα χέρια που σε αγγίζουν, από τη μία μπορούν να σου προσφέρουν τρυφερότητα, ζεστασιά, αγάπη κι από την άλλη μπορούν να μεταμορφωθούν σε καρφιά και να σε γδάρουν ως την ψυχή.
Γιατί ακόμη κι αν κάποιοι άνθρωποι δε σου ασκήσουν βία, το κενό που αισθάνεσαι στο άγγιγμά τους γίνεται ένα δυνατό χαστούκι, που σε κάνει να συνειδητοποιήσεις την ανυπαρξία συναισθημάτων, από τον έναν ή κι από τους δυο σας. Όσο γνώριμο μπορεί να είναι ένα χάδι άλλο τόσο ξένο, απόμακρο, ψυχρό κι αδιάφορο, μπορεί να γίνει. Όσο πολύ μπορεί να το επιθυμείς, άλλο τόσο μπορεί να το σιχαίνεσαι και να το απεχθάνεσαι. Όσο ηλεκτρισμό μπορεί να νιώσεις να σε διαπερνάει όταν σε αγγίζει εκείνος που ποθείς άλλο τόσο μπορεί να τιναχτείς στο άγγιγμα κάποιου που σε τρομάζει ή που σε αηδιάζει.
Ίσως τελικά γι’ αυτό στο «αγγίζω» βουβαίνονται και υποκλίνονται οι ρήτορες όλου του κόσμου εδώ κι αιώνες. Γιατί η αυθεντικότητα των συναισθημάτων μπορεί να διακριθεί και να επισφραγισθεί, απλώς και μόνο από τη γεύση της ανατριχίλας που μπορεί να μας προκαλέσουν δυο χέρια αγγίζοντάς μας.
Στην επικοινωνία των ανθρώπων, το «μιλάω» είναι το ρήμα που ανοίγει το δρόμο για το παραπέρα και το «αγγίζω» είναι αυτό που θα φωτίσει την διαδρομή για να μάθουμε τελικά πόσα και σε ποιο βαθμό αισθάνεται ο άλλος για εμάς.
*φωτογραφία άρθρου: Stamatia Bd