Γράφει ο Κωνσταντίνος Τσιμπώνης
Μέχρι να μάθω ν’ αποδέχομαι το δέρμα μου έτριψα πάνω του ένα ράφι σαπούνια. Κι αν δεν άλλαζε θα καθάριζε, θα καθάριζε και θα τα πετούσε όλα, ή μάλλον όλους, ή καλύτερα όλα και όλους και θα ξεμπέρδευα με δαύτα.
Έτριψα , έτριψα, πλύθηκα, ξαναέτριψα, πουθενά…Τίποτα και πουθενά δεν άλλαξε ούτε τη μυρωδιά ούτε την όψη. Πολυκαιρισμένη, πολυκερασμένη, πανάκριβα πουλημένο τομάρι για αντίτιμο φτηνό.
Νόμιζα έπρεπε κάθε φορά να βρέχω και το κεφάλι μέχρι να φτάσει το νερό στο κορμί. Μέχρι που το βαρέθηκα κι αυτό. Εκτίμησα λάθος κι αποφάσισα να τρέχει το νερό απ το σαγόνι και κάτω. Να μπορώ να κάνω λέξεις ταυτόχρονα τα χιλιόχρονα ερωτήματα, που νόμιζα ότι έφτασα ως εδώ, στο χείλος της μπανιέρας, ν απαντήσω.
Δεν έμοιαζε γκρεμός αλλά είχε την ίδια αίσθηση. Δε θέλει πολύ να βάλεις την πέτσα ν’ ανατριχιάσει. Μυαλό είναι. Θα το βάλεις, θα κάνει. Και θα’ ναι χειρότερο κι απ’ την πιο τραγική γλίστρα που μπορείς να εκτελέσεις ως ακροβατικό σε ένα σμαλτένιο καθαρτήριο τύψεων.
Καλύτερα να σκάσεις με το κεφάλι παρά να μείνεις σύξυλος μ’ ανατριχιασμένο δέρμα, απορημένο βλέμμα και σβηστό φως κάτω από τρεχούμενο νερό.
Ναι ξέρω.
Τα πάντα ρει κι ο ρους της ιστορίας έχει δείξει πως από ένα ‘ρο’ σε ένα άλλο μια καταδίκη δρόμος. Θαρρώ, μπορώ, εκλιπαρώ.
Μα της ψυχής τροφή απέραντη ελπίδα.
Το μίσησα αυτό το τομάρι αφού πρώτα το γνώρισα, το δέχτηκα, το αποδέχτηκα, το αγκάλιασα, έκατσε στο νούμερό μου και στο τέλος μ’ αηδίασε.
Κι έτριψα πάνω του πολλά.
Σαπούνια, λάσπες, βλέμματα κι ανθρώπους, για να μη μείνει τίποτα στο τέλος να θυμίζει τίποτα, μα να μυρίζει σελίδα που γυρίζει πρώτη φορά κι η σκόνη της γεμίζει τα πνευμόνια αποπνικτική καινουργίλα και νέα περιπέτεια.
Πόση χαρά πέρασε από πάνω σου, πόση νοσταλγία, πόση αλήθεια και πόσο ψέμα σε στιγμιαία αυτοπεποίθηση ξάπλωσε πάνω σου ή τεντωνόταν από μέσα σου κάνοντας σε να τσιτώνεις και να διαγράφεις κάθε ένα από όλα αυτά τα θελημένα αγγίγματα.
Μαλακό, σκληρό, μελανιασμένο, ζαρωμένο, ακόμη κι όλα μαζί απ’ άκρη σ’ άκρη, σε φοράω από πρωί σε πρωί χωρίς να ρωτώ το γιατί της κάθε σου πτυχής, αφού για κάθε μια τους φταίω εγώ. Φτάνει να το παραδεχτώ κι αφού το αποδεχτώ σε ρίχνω πάνω μου και βγαίνω έξω.
Ποτέ έξω από μένα ή από σένα. Έξω στον κόσμο. Απέναντι στον κόσμο κι ας κάνει ο κόσμος ό,τι θέλει πάνω σου. Δικό μου είσαι κι αν είναι να βραχείς, να φθαρείς ή να κοπείς ας είναι. Δεν θα μπορούσες να δείχνεις καινούριο, δε θα το’ θελα εξάλλου.
Δεν γυαλίζουν τα πολυφορεμένα. Τα αγαπάς απλά γιατί κι αυτά κομμάτι είναι από σένα. Έτσι μ’ αρέσει να λέω κι ας μην είναι αόρατος ο μανδύας μα απλά δέρμα πολυκαιρισμένο, πολυκερασμένο άλλοτε φτηνά κι άλλοτε πανάκριβα δοσμένο.
Κλείνω το νερό.
Ησυχάζει το ένα επί δυο.
Αραιώνει ο ατμός, ξεθολώνει ο καθρέφτης και σε παρατηρώ ξανά να κάνεις τη ροή σταγόνες που τρέχουν να σ εγκαταλείψουν.
Σ’ απλώνω στο βλέμμα και λαμπυρίζεις δάχτυλα, λαιμούς και χείλη που σε λάτρεψαν απ’ το επιπόλαια ως το μοιραία, μα εσύ τα τίναξες στο τέλος κάθε δεύτερης σκέψης.
Θες δε θες να καταλάβεις, θα με κουβαλάς παντού, εσύ εμένα κι εγώ εσένα που ‘χεις στερήσει την αφή στα ακροδάχτυλα και θες να ναι δικιά σου παντού πια για να νιώσεις.
Τελείωσαν τα «όλα».
«Αυτό» ή τίποτα.
Μα «τίποτα» δεν έχω να στο δώσω κι αφού τα «όλα» τ’ άγγιξα και σε χαράξαν μέρες σε τοίχο φυλακής, μένει να βρω για σένα άλλο ένα, με σημείο κοινό αφή κλεμμένη από τα δάχτυλα και δίψα για παλμό.