Γράφει η Μαριάμ Πολυγένη

Ο πατήρ Ανδρέας Κονάνος είναι ένας ιερέας από εκείνους που εύχεσαι να βρεθούν στον δρόμο σου. Να τον συναντήσεις,  για να εισπράξεις από εκείνον  ό,τι πραγματικά χρειάζεται ο άνθρωπος. Αγάπη και κατανόηση. Τίποτα άλλο! Και τα δύο βρίσκονται σε αφθονία στον πατήρ Ανδρέα και οι απαντήσεις του στις «συνελέξεις»  θα σας το αποδείξουν.

Είναι τόσα πολλά αυτά με τα οποία ασχολείται συνεχώς, όπου είμαι σίγουρη πως πολλοί από εσάς, ίσως έχετε πέσει τυχαία πάνω σε κάποια ομιλία  του  στο YouTube, σε μια συνέντευξή του στην τηλεόραση ή σ’ ένα μικρόφωνο της ραδιοφωνικής του εκπομπής «Αθέατα περάσματα» .

Όσοι όμως δεν έχετε γίνει μέλη της σελίδας του στο facebook ή δεν έχετε έστω ένα από τα βιβλία του στη βιβλιοθήκη σας για ν’ ανατρέχετε σε αυτό στις δύσκολες ή μοναχικές ώρες, δε θα ήταν υπερβολή να πω πως «χάνετε». Οι λέξεις, αγαπούν πολύ τον πατήρ Ανδρέα κι εμείς αγαπάμε πολύ τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο τις χειρίζεται…

O Π. Ανδρέας Κονάνος διάλεξε 20 από τις 50 λέξεις μας και μοιράζεται τα συναισθήματά του μαζί μας

Ακούω με χαρά νέες απόψεις, φρέσκες ιδέες, καινούργια πράγματα, που με πάνε μπροστά και με βγάζουν απ’ το βόλεμά μου. Πιστεύω ότι γι’ αυτό ζω: για να προχωρώ και να πλουτίζω. Κι όλο αυτό, θέλει να είσαι έτοιμος και να αντέχεις το ξεβόλεμα.

Ενεργώ με αφέλεια και παιδικότητα, γι’ αυτό κι οι γκάφες μου ως τώρα είναι πολλές. Το μόνο καλό, ότι προσπαθώ να βάζω μυαλό απ’ τα πολλά μου λάθη, που μοιάζουν με αλυσίδα τελικά.

Προσφέρω την αλήθεια του είναι μου, τουλάχιστον στην παρέα μου, χωρίς προσποίηση, θέατρο ή υποκρισία. Δεν μπορώ να το κάνω σ’ όλους. Μα όπου το ζω έτσι, το χαιρόμαστε όλοι. Στους άλλους είμαι κυρίως ο ρόλος μου. Κι είναι δύσκολο, διότι αφήνει κομμάτια στη σκιά μονίμως.

Ζηλεύω όσους ζουν με τρέλα, με ρίσκο και τόλμη, κάνοντας ακόμα και λάθη. Αξίζει να κάνεις βήματα μπροστά, έστω και λαθεύοντας. Το άλλο, λέγεται βάλτος, στασιμότητα, και μούχλα.

Διαβάζω βιβλία που με κάνουν να ζωντανεύω, να αγαπώ τη ζωή, να ονειρεύομαι, να ερωτεύομαι, να κλαίω, να γελάω, να κοιμάμαι σαν παιδί.  Διαβάζω τα πάντα, όχι μόνο θρησκευτικά βιβλία. Αυτά τα διάβαζα συνέχεια παλιά. Τώρα ήρθε η ώρα και για νέα πράγματα, κι είναι μεγάλη τέχνη να βρίσκω το Θεό παντού. Κι είναι υπέροχο.

Νοσταλγώ τις μέρες που όλα ήταν σαν καινούργια, και έβλεπα τον κόσμο σαν μια έκπληξη, με έκσταση και χαρά και δεν είχα μάθει τι θα πει ρουτίνα, συνήθεια, κρυσταλλωμένη σκέψη, παγιωμένος λογισμός. Παιδική ηλικία ήτανε.

Μεθώ με σόδα ή ανθρακούχο, αρκεί να έχω δίπλα μου ωραίους ανθρώπους που θα πούμε αλήθειες και μόνο αλήθειες, κυρίως ψιθυρίζοντας. Πράγματα που ανοίγουν τις καρδιές και βγαίνουν μόνο αλήθειες, χωρίς τυπικότητες, και δήθεν φέρσιμο.

Σκέφτομαι τρόπους να σταματήσω τη σκέψη μου να δουλεύει τρελά, ώστε να φτάσω σ’ ένα σημείο ησυχίας, ηρεμίας και γαλήνης. Στο βάθος του είναι μου, που οι λέξεις δεν χρειάζονται. Η γλώσσα του μέλλοντος αιώνος, η σιωπή. (αββάς Ισαάκ ο Σύρος)

Πληγώνομαι όταν νιώσω ότι δεν μ’ αγαπάς γι’ αυτό που είμαι, μα για όσα έχω, χαρίσματα, ικανότητες, λεφτά κλπ. Και δε με θες για μένα, μα για σένα, μόνο για να κάνεις τη δουλειά σου.

Βασανίζομαι από ανεκπλήρωτες επιθυμίες που ζητούν επιτακτικά κάτι να κάνω, κι όταν τις ταΐζω, πάλι δεν μ’ αφήνουν σε ησυχία, μα όλο μου λένε «θέλω κι άλλο» και ποτέ δεν νιώθουν κορεσμό. Ένα κενό, που δεν γεμίζει.

Φοβάμαι που μερικές φορές δεν σκέφτομαι πριν μιλήσω, πριν ενεργήσω, πριν προχωρήσω. Και κάνω λάθη, λέω βλακείες, χαλάω σχέσεις. Λόγω παρορμητισμού. Με φοβίζει αυτή η επανάληψη.

Εμπνέομαι από τα πάντα. Ένα σύνθημα στον τοίχο, μια φράση ενός παιδιού, το χαμόγελο μιας γιαγιάς στο δρόμο, η συμβουλή ενός  ταξιτζή, ένα ζευγάρι που φιλιέται, ένας περίπατος στην Αρεοπαγίτου, η μονότονη διαδρομή του μετρό στα έγκατα της γης, που μου θυμίζει τη ζωή μου.

Κουράζομαι όταν δεν είμαι ο εαυτός μου, όταν με πιέζουν να γελώ χωρίς να θέλω, όταν κάνω παρέα με άτομα που πρέπει να φέρομαι τυπικά, όταν κάνω αγγαρείες, όταν κατεβαίνω στο κέντρο για δουλειές βαρετές, κι όχι για βιβλιοπωλεία και χαλαρά ψώνια.

Προτείνω σ ‘όλους να ζούνε το Θεό με το δικό τους τρόπο, χωρίς να μπαίνουν σε καλούπια, χωρίς να αντιγράφουν, χωρίς να πνίγονται. Και στους νέους, μετά τα 26 τους, να φεύγουν απ’ το σπίτι και να μένουν μόνοι, για να αρχίζουν να στρώνουν μόνοι το κρεβάτι τους, και να πατούν στα πόδια τους. Και να πηγαίνουν Εκκλησία και … γυμναστήριο.

Αμφιβάλλω αν υπάρχει ο Θεός με τον τρόπο που Τον πιστεύω, διότι συνήθως δεν πιστεύω στο Θεό της Αγάπης και της Αλήθειας, μα σε δικές μου προβολές και είδωλα που φτιάχνω γι’ Αυτόν. Ένα Θεό φοβικό, ενοχικό, απειλητικό, τιμωρό κι ηθικιστή. Καμία σχέση.

Απογοητεύομαι όταν βλέπω στην Εκκλησία άτομα που αντί να γίνονται καλά απ’ το Χριστό, γεμίζουν εμμονές, ενοχές, νοσηρή πνευματικότητα που δεν βγάζει οξυγόνο, μα κάτι που απωθεί, τρομάζει και σε γερνάει πριν την ώρα σου.

Σοκάρομαι όταν με προδίδει ένας φίλος. Όταν μου φέρεται μ’ αχαριστία κάποιος που ευεργέτησα, όταν δεν μ’ ακούει ο Θεός. Το ξέρω, παιδικά όλα αυτά και αφέλειες. Ο ώριμος τα περιμένει όλα αυτά,  με ψυχραιμία, χωρίς να ταράζεται.

Ευγνωμονώ τη ζωή για όλα, το Θεό που μου δίνει το σήμερα με τις τόσες ευκαιρίες, ευγνωμονώ τα λάθη που μου έμαθαν πολλά, όσους με πόνεσαν και μ’ έκαναν να προχωρήσω, έστω με το ζόρι. Η ευγνωμοσύνη αυτή βέβαια, δεν αναβλύζει την ώρα του πόνου, μα αρκετά πιο μετά. Όταν πονώ, δεν ευγνωμονώ, μα νευριάζω και τρελαίνομαι.

Νιώθω πολύ όμορφα όταν κάθε μία ώρα, σταματώ για 3 λεπτά και κάνω μια μικρή προσευχή για όλους και για όλα. Και μπολιάζω το χρόνο μου με αγάπη, δύναμη, ελπίδα και φως απ’ το Χριστό. Κάθε μια ώρα, τρία λεπτά προσευχή. Είναι μια τέλεια αίσθηση. Κι είναι εύκολο.

Ανυπομονώ να δω πιο καθαρά το μυστήριο της ζωής, να έρθει η ώρα που η χαρά μου θα κρατά πιο πολύ απ’ τη λύπη, που δεν θα με νοιάζει τι λένε οι άλλοι για μένα, που δεν θα φοβάμαι τίποτα, που θα δω το θάνατο και θα του σκάσω ένα χαμόγελο, που θα κάνω μόνο αυτά που θέλω, μόνο από ευχαρίστηση και χαρά. Μάλλον θέλω να πάω στον Παράδεισο.