«Μια ουμανιστική επιχείρηση στον κόσμο της βιομηχανίας». Κάπως έτσι περιγράφει την εταιρεία του ο Ιταλός σχεδιαστής κασμιριού, Μπρουνέλο Κουτσινέλι, ο οποίος στο ανακαινισμένο με δικά του μέσα μεσαιωνικό κάστρο του Σολομέο έχει φτιάξει μια ουτοπία για τον ίδιο αλλά και τους εργαζομένους του.

Οι 1400 άνθρωποι που απασχολεί ο Κουτσινέλι στην εταιρεία του πληρώνονται 20% πάνω από τον μέσο μισθό στον βιομηχανικό τομέα της Ιταλίας, κάνουν 90λεπτο διάλειμμα στη 13:00 για φαγητό (είτε επιλέγουν την, επιδοτούμενη από την εταιρεία, καντίνα όπου με 3 ευρώ τρώνε ένα κανονικό γεύμα με τοπικά κυρίως προϊόντα, είτε πηγαίνουν σπίτι τους) και σχολάνε στις 5:30 το απόγευμα.

Μετά από αυτή την ώρα, απαγορεύεται στους μάνατζερ να στείλουν οποιοδήποτε επαγγελματικό email. «Οι άνθρωποι χρειάζεται να ξεκουράζονται. Εάν σε εξοντώνω στην δουλειά, τότε σου έχω κλέψει την ψυχή» δηλώνει ο ίδιος στον ρεπόρτερ του Bloomberg που βρέθηκε στο Σολομέο για να δει την ουτοπία του Ιταλού σχεδιαστή.

Όσοι έχουν μπει στο γραφείο του λένε πως στους τοίχους υπάρχουν φωτογραφίες του Σωκράτη, του Κομφούκιου, του Αντρέα Παλάντιο, του Ντοστογιέφσκι, του Γκάντι, του Κάφκα, του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ, του Τζον Κένεντι και του Πάπα. Ο ίδιος παραδέχεται ότι έχει επηρεαστεί σε σημαντικό βαθμό από το βιβλίο «Διαλογισμοί» του Μάρκου Αυρηλίου.

Ο Μπρουνέλο Κουτσινέλι θεωρείται βασιλιάς του κομψού αθλητικού ντυσίματος (“sporty chic”) – όσοι επιλέγουν για τις επίσημες εμφανίσεις τους αυστηρά κοστούμια Αρμάνι ή ταγέρ Σανέλ είναι βέβαιο πως στις καθημερινές εμφανίσεις τους φορούν τα κασμιρένια ρούχα του Κουτσινέλι- ενώ αποκαλείται ο «πρίγκηψ του Σολομέο». Και τούτο, επειδή τα τελευταία χρόνια έχει μεταφέρει την κατοικία του και την έδρα της επιχείρησής του σε αυτό το μικρό χωριό που υπάρχει από τον 12ο αιώνα και βρίσκεται κοντά στην Περούτζια, περίπου 2 ώρες μακριά από την Ρώμη.

Τα τελευταία 30 χρόνια, όσο η επιχείρησή του μεγάλωνε κι άρχισε να μετρά τζίρο αρκετών εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, ο Κουσινέλι βάλθηκε να κάνει το προσωπικό του όραμα πραγματικότητα, φτιάχοντας την δική του ουτοπία στο Σολομέο.

Αγόρασε κι ανακαίνισε σταδιακά το μεσαιωνικό κάστρο του χωριού στην κορυφή ενός λόφου με κυπαρίσσια, το οποίο περιλαμβάνει κατοικίες, σχολείο αλλά και μια βιβλιοθήκη που είναι ανοιχτή όλο τον καιρό ώστε να μπορούν να μελετούν οι εργαζόμενοι της εταιρίας του τους αγαπημένους του φιλοσόφους και μένει με την οικογένειά του εκεί πια, όπως κι οι περισσότεροι εργαζόμενοί του.

Έφτιαξε ένα θέατρο, ένα στάδιο, μια σχολή χειροτεχνίας, αμφιθέατρα και κήπους, ενώ χαμηλά στον λόφο βρίσκονται τα εργαστήρια του Κουτσινέλι όπου τεχνίτες υφαίνουν κασμιρένια πουλόβερ αξίας περίπου 3.000 ευρώ έκαστο.

Να σημειωθεί πως κάθε χρόνο, η εταιρεία του πουλά περίπου 4.500 τζάκετ από καστόρι και 2.000 κασμιρένιες ζακέτες. Η χρηματιστηριακή της αξία «αγγίζει» το 1 δισεκατομμύριο δολάρια κι έχει παρουσία σε 60 χώρες. Ο 62χρονος Ιταλός επιχειρηματίας επιμένει στην ισορροπία. Εξάλλου, έχει μια πολύ συγκεκριμένη φιλοσοφία για το επιχειρείν.

«Όλα αυτά τα 35 χρόνια επένδυσα τα πάντα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, πιστεύοντας πάντα ότι η εργασία υπό τις καλύτερες συνθήκες κάνει τους ανθρώπους πιο δημιουργικούς, ευφυείς κι υπεύθυνους» τονίζει στην αυτοβιογραφία του και συμπληρώνει «Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γνώριζε πολύ καλά ότι τα πλούτη ανήκουν στον διάβολο αλλά μπορούν ν’ ανήκουν και στον Θεό. Από την μια πλευρά είναι τα πλούτη που είναι προϊόν λεηλασίας, δηλαδή εκείνων των ανθρώπων που κλέβουν και συσσωρεύουν λεφτά. Κι από την άλλη πλευρά είναι τα καλά πλούτη, δηλαδή εκείνων των ανθρώπων που τα μετασχηματίζουν και τα διανέμουν και συνεχίζοντας έτσι, ανανεώνουν την ζωή… Για μένα αυτό ακριβώς εκπροσωπεί το Σολομέο».

Στο Σολομέο, η πειθαρχία δεν επιβάλλεται αλλά μάλλον αναμένεται. Οι εργαζόμενοι δεν είναι υποχρεωμένοι να χτυπούν κάρτα όταν πηγαίνουν και φεύγουν από την δουλειά, ενώ παρακινούνται ευγενικά στο να σκεφθούν διαφορετικά. Πριν από τέσσερα χρόνια, για παράδειγμα, ο Κουτσινέλι τοποθέτησε σε όλο το χωριό κεραμικά πλακάκια με γνωμικά. Έξω από την κεντρική είσοδο του εργοστασίου γράφει χαρακτηριστικά: «Νιώθω υπεύθυνος για όλη την ομορφιά του κόσμου», ενώ στο χολ του θεάτρου υπάρχουν σε εμφανές σημείο τα λόγια του Σαίξπηρ: «Είμαστε φτιαγμένοι από το υλικό των ονείρων και η μικρή ζωή μας είναι περιτριγυρισμένη από τον ύπνο».

Αυτή η άποψη ζωής σαφώς έχει να κάνει και με τα προσωπικά βιώματα του Κουτσινέλι. Ο ίδιος θυμάται τον πατέρα του που από αγρότης αποφάσισε, χάριν ενός μεγαλύτερου εισοδήματος, να πάει να εργαστεί σε μια βιομηχανία τσιμέντου. Συνήθως επέστρεφε σπίτι εξαντλημένος, ενώ οι συνάδελφοί του συχνά τον κορόιδευαν για τα χωριάτικα ρούχα του.

«Ήταν μια επαναλαμβανόμενα σκληρή δουλειά. Και πολύ συχνά εξευτελιζόταν. Δεν τον χτυπούσαν αλλά του φέρονταν σαν να ήταν σκλάβος» λέει ο Κουτσινέλι, ο οποίος ως επιχειρηματίας τώρα, επιλέγει τον ουμανιστικό καπιταλισμό, όπως τον αποκαλεί.

Ο Τζίλντο Ζένια είναι από τους μεγαλύτερους θαυμαστές του. Μάλιστα, η εταιρεία του Ermenegildo Zegna Group έχει ένα μικρό μερίδιο της τάξης του 3% στην εταιρεία του Κουτσινέλι. «Ήταν απολύτως φυσικό αυτό» εξηγεί ένας ακόμα κορυφαίος Ιταλός σχεδιαστής.

Ως μαθητής, ο Κουτσινέλι δεν ήταν και πολύ μελετηρός. Περισσότερο επένδυε στη συναισθηματική εκπαίδευση στο τοπικό καφέ Bar di Gigino, όπου σύχναζαν μια πόρνη της γειτονιάς κι ένας καθηγητής πανεπιστημίου. «Το Bar di Gigino παρείχε ένα κεντρικό σημείο υπέροχης μάθησης της ζωής κι η ζωή έκτοτε εμφανιζόταν ως μια χαρούμενη κεντρική σκηνή θεάτρου, σε μια συνεχή ρευστή κατάσταση» γράφει ο Ιταλός βασιλιάς του κασμιριού.

Όπως δήλωσε πριν μερικά χρόνια στην αρθρογράφο του περιοδικού The New Yorker, Ρεμπέκα Μιντ, ο πατέρας του Κουτσινέλι «ο γιος μου ήταν έξυπνος κι ήθελε να κάνει κάτι μεγάλο. Ένα βράδυ, στη μία τα ξημερώματα του είπα ότι έπρεπε πια να σταματήσει να πηγαίνει στο μπαρ και να κάνει επιτέλους κάτι παραγωγικό».

Αρχικά, ο νεαρός Κουτσινέλι πήγε να σπουδάσει μηχανικός. Γρήγορα, όμως, κατάλαβε ότι δεν ήταν αυτός ο δρόμος του. Εγκατέλειψε το κολέγιο σε ηλικία 24 ετών για να ασχοληθεί με την υφαντουργία. Το 1978 με δάνειο από την τράπεζα κι από έναν φίλο του αγόρασε μια μικρή ποσότητα κασμιριού κι έφτιαξε έξι πουλόβερ σε ζωηρά χρώματα, ακολουθώντας την τακτική της Benetton.

Τα πήγε στην βόρεια Ιταλία κι ένας χονδρέμπορος του έκανε μια παραγγελία για 53 κομμάτια. Σύντομα ξεπλήρωσε τον φίλο του κι επεκτάθηκε στη Γερμανία. «Μου είχαν πει ότι οι Γερμανοί πληρώνουν καλά και στην ώρα τους» παραδέχεται ο Μπρουνέλο Κουτσινέλι. Στο μεταξύ, ακολουθούσε το δικό του… πρόγραμμα σπουδών, αφιερώνοντας ώρες ολόκληρες στην μελέτη μεγάλων φιλοσόφων.

Τα δύο μεγάλα εργοστάσιά του αρκούν μόνον για τον δειγματισμό των κολεξιόν και τον ποιοτικό έλεγχο της παραγωγής, η οποία ανατίθεται σε συνεργάτες. Λόγω της κρίσης πολλοί Ιταλοί κατασκευαστές ενδυμάτων επεδίωξαν να μεταφέρουν την παραγωγή τους σε χώρες χαμηλού κόστους, όπως η Κίνα κι η Ινδία. Ο Κουτσινέλι, όμως, έμεινε σταθερά εκεί που ήταν.

Στην Ιταλία και πιο ειδικά, στην επαρχία της Ούμπρια. Με το ξέσπασμα της κρίσης, κάλεσε τους εργαζόμενους, τους διαβεβαίωσε ότι δεν θα απέλυε κανέναν για 18 μήνες κι ως αντάλλαγμα ζήτησε περισσότερη δημιουργικότητα κι άλλο τρόπο σκέψης. Έτσι, λοιπόν, μια καθαρίστρια του πρότεινε να κατασκευάσει κασμιρένιες μπάλες ποδοσφαίρου, εμπνευσμένη από την συλλογή μπαλών, υπογεγραμμένων από διάσημους ποδοσφαιριστές, του Κουτσινέλι που είναι εκτεθειμένη στο γραφείο του. Πράγματι, κατασκευάστηκαν αρκετές για προωθητικές ενέργειες. Όταν το 2010 η εταιρία επέστρεψε στην κερδοφορία, ο Κουτσινέλι προσέλαβε 20 νέα άτομα.

Τον περασμένο Σεπτέμβριο, ο Κουτσινέλι επανέλαβε μια συμβουλή του πατέρα του, ενώ μιλούσε σε 500 δημοσιογράφους στην αποκορύφωση του φιλανθρωπικού έργου του – την αποκατάσταση της κωμόπολης Σολομέο του 12ου αιώνα, «Δεν έχει νόημα να είσαι ο πλουσιότερος άνθρωπος στο νεκροταφείο»…

*Διαβάσαμε την είδηση στο 24h.com.cy