Γράφει ο Κωνσταντίνος Τσιμπώνης

Ήταν εκείνη ακριβώς η στιγμή που δυο διαφορετικοί κόσμοι ήρθαν σε σύγκρουση. Όλες οι φορές που ο μελλοντικός του εαυτός, γυρνώντας πίσω στον χρόνο, συνάντησε τον ίδιο του τον εαυτό. Ράγισαν τα κρύσταλλα και σταμάτησαν τα κέρματα σε έναν αέρα που πλέον μύριζε βροχή και καμμένο ξύλο.

Συναντήθηκαν στο σαλόνι ενός ψηλοτάβανου νεοκλασικού με τεράστια παράθυρα που τα κάλυπταν χοντρές βελούδινες κουρτίνες, παλιό ξύλινο πάτωμα κι ένα παχύ φιλόξενο χαλί σε κόκκινη απόχρωση. Τζάκι τεράστιο έκαιγε δυνατά σκορπίζοντας φως και ζέστη πάνω στα βαριά δερμάτινα έπιπλα που το περιτριγυρίζουν.

-Από εκείνη την πρώτη στιγμή;

-Στην πρώτη ματιά, αμέσως μόλις το μυαλό μου κατανόησε αυτό που έλαβε ως φως μέσα απ’ τον ορθάνοιχτο αμφιβληστροειδή, σχεδόν το άκουσα αυτό το ηλεκτρικό σήμα, κι ένιωσα το κρανίο μου ν’ ανατριχιάζει. Ποιός κεραυνοβόλος έρωτας και ποιά δημιουργία του σύμπαντος; Σου μιλώ για χρώμα στον χρόνο, κατάλευκο φόντο και το κενό μεταξύ μας στο οποίο θα μπορούσες να κολυμπήσεις παρά να περπατήσεις. Αν μπορούσα να ξαναγεννηθώ, πραγματικά νομίζω εκείνη θα ήταν η κατάλληλη στιγμή. Δεν ξέρω αν θα την χαρακτήριζα τρέλα ή απόλυτη διαύγεια.

-Τρέλα ή διαύγεια?

-Μην το κάνεις αυτό, δεν είναι δίκαιο ούτε θεμιτό. Παρελθόν ή μέλλον? Αρχή ή τέλος? Όλα ή τίποτα? Στην όψη κάθε στιγμής βρίσκεσαι με διαφορετική διάθεση, αντοχή κι ελπίδα. Δυστυχώς ή ευτυχώς; Πόση σημασία έχει τελικά να το προσδιορίσεις κι αυτό; Μπορείς ή θέλεις;

-Μα έλεγες ότι το σύμπαν είναι τόσο μεγάλο όσο προλαβαίνεις να δεις! Δεν είναι προσδιορισμός αυτό;

-Μα ναι, είναι. Χρονικός. Όσο μεγάλο και να’ ναι σαν τόπος, έχω περιορισμένο χρόνο να τον δω. Αυτό μόνο μετράει για μένα και τις περισσότερες φορές αυτό προσπάθησα να νικήσω. Δεν το κατάφερα όμως, ποτέ, οπότε έπρεπε να το αποδεχτώ. Το μοναδικό που δε νικιέται είναι ο χρόνος, το τέλος, ο θάνατος;

-Φοβάσαι;

-Αντιθέτως. Απ’ το τέλος γεννιέται κάθε αρχή. Απ’ τον θάνατο ξεκινάει η ζωή κι εκεί ξαναγυρνά. Ακόμη και μέσα σου μπορείς να πεθάνεις, αλλά κι αυτό θα σε ξαναγεννήσει. Γι’ αυτό σου είπα ότι ήταν τρέλα και διαύγεια μαζί. Γιατί τη στιγμή που αντίκρυσα εκείνη όλα τα ερωτήματα απαντήθηκαν με μια λέξη ταυτόχρονα. Ταυτόχρονα αλλά στιγμιαία. Περισσότερη διαύγεια θα οδηγούσε σε σίγουρη τρέλα.

-Αέναη ακροβασία μοναχικής μοναδικότητας;

-Μην μου επιτίθεσαι. Εσύ είμαι, το μετά του τώρα σου, ίσως λίγο πιο ικανό να ισορροπεί. Δε θα μου χρεώσεις εκατομμύρια χρόνων ύπαρξης κι ανυπαρξίας ενός είδους δέσμιου του έρωτα, που απελευθερώνεται μόνο μέσα από αυτόν κι αυτός να’ ναι ο μοναδικός λόγος της ύπαρξής του.

-Μια μόνη, τόση δα μικρή χαραμάδα του χρόνου. Γι’ αυτό μου μιλάς; Γι’ αυτό ανοίγεις τα μάτια με τόση λαχτάρα;

-Αμέ. Δε θα πέθαινα για εκείνη. Θα ζούσα για εκείνη κι όλο αυτό το συνειδητοποίησα τότε, εκεί.

Μύρισα τον φόβο στα μάτια της, μύρισα το πονεμένο «πριν» και την αγωνία για το ξένο.

Μύρισα έναν κουρασμένο έρωτα με άπλυτο δέρμα και χιλιοτανημένο τόξο να βγαίνει από μέσα της και να με πλησιάζει δειλά για να με μυρίσει.

Μύρισα μέχρι κι εμένα να μυρίζω αλλιώς.