Γράφει η Γεωργία Δρακάκη
Μια πατρίδα για όλες τις φυλές, τα φύλα, τις τάσεις και τις καταστάσεις είναι τα social media. Οι πίκρες και οι χαρές μας, ο έρωτας της ζωής μας και μια νέα δουλειά ίσως παραφυλούν facebook και instagram γωνία. Όλοι οι καλοί και οι κακοί χωράνε! Διάφορες αισθητικές, παράθυρα στη ζωή δικών και ξένων, φωτογραφίες με ή χωρίς μπικίνι, τοπία λογής λογής και τραγούδια, αστεία βίντεο, δήθεν εμπνευσμένες ατάκες.
Και τα λοιπά.
Θέση, όμως, στο παράδοξα όμορφο και τρομακτικά άμορφο, καμιά φορά, σύμπαν των social media έχει και η τέχνη της συγγραφής. Πόσες και πόσοι δεν αυτοχρίσθηκαν «ποιηταί και συγγραφοί» λόγω ενός τριψήφιου αριθμού λάικ που έλαβε κάποια τους σκέψη, συνήθως ποσταρισμένη ώρα νυχτερινή;
Κείμενα, κειμενάκια, ποιήματα κι αποσπάσματα από κάποιο ημερολόγιο καταχωνιασμένο σε κάποιο συρτάρι ενός σπιτιού στα Άνω Πετράλωνα χώρεσαν στον ωκεανό των πληροφοριών που δεχόμαστε καθημερινά απλά με ένα scroll down. Η ερώτηση-ή μάλλον μια από τις ερωτήσεις- είναι: ποιοι τα διαβάζουν όλα αυτά;
Και, για να το πάω ακόμη παραπέρα, αυτοί που τα διαβάζουν όλα τούτα και μπράβο τους, διαβάζουν και τίποτε άλλο; Από κανένα… βιβλιοπωλείο μεριά, ας πούμε; Ή έμαθαν τον Χέμινγουεη, τον Ελύτη και την Άγκαθα Κρίστι μέσω κάποιου τσιτάτου ή φράσης τους εν όψει επετείου γέννησης ή θανάτου τους;
Η αλήθεια είναι ότι η ποίηση έχει επανέλθει δυναμικά στις ζωές μας κι αυτό δεν είναι ειρωνεία. Ένα νέο ρεύμα και κύμα γραφής κι ανάγνωσης ποιημάτων ή «ποιημάτων» είναι γεγονός. Ο κόσμος γράφει, ο κόσμος (κάνει ότι) διαβάζει, υπάρχει μια διάθεση, τέλος πάντων, γραπτής έκφρασης, κάτι που είναι απολύτως λογικό δεδομένης της δύναμης που προσέδωσε το διαδίκτυο στον καθένα να εκφραστεί.
Άλλωστε, η ποίηση και, γενικότερα, η τέχνη είναι Σημασίες Ασταθείς μες στο χρόνο, υπό την έννοια ότι υπάρχουν χάρη στους δημιουργούς, τους αποδέκτες τους και τον καπνό που αυτοί φουμάρουν. Κάνουν και πισωγυρίσματα τα καλλιτεχνικά ρεύματα, οι ορισμοί ακυρώνονται κι επανέρχονται, ό, τι ήταν μοντέρνο δεν είναι κι ύστερα πάλι ξαναγίνεται, η οικονομική κρίση έχει αναδείξει το δρόμο ως ιδανικό πάλκο και καμβά, το facebook ως τον τέλειο εκδότη κι όλους εμάς μας έχει κάνει, ως ένα βαθμό, δημιουργούς, αποδέκτες, αλλά και… κριτικούς.
Η σκέψη μου συνοψίζεται στο εξής: Ναι στη νέα αυτή τάση, όσο κι αν προσωπικά με ενοχλούν λιγάκι οι ανορθόγραφοι και παντελώς αδιάβαστοι «νέοι ποιητές και ποιήτριες» που συνοδεύουν την έμπνευσή τους με ένα ηλιοβασίλεμα κακής ανάλυσης από τις εικόνες του google. Ναι στο να εκφράζεται καθένας όπως ποθεί, βάσει του κλασικού «δημοκρατία έχουμε», όσο κι αν αυτή η δημοκρατία, κατά την άποψή μου, συχνά οδηγεί σε αισθητική αναρχία. Ναι, γενικώς… (Μπορούμε κι αλλιώς;)
Αλλά, να πούμε κι ένα ναι στα βιβλία του πάγκου τα κιτρινισμένα, τ’ αυθεντικά, ένα ναι στις γραφές τις χάρτινες με μολύβι ή στιλό, ένα ναι στην καταγραφή μιας σκέψης που είναι για εμάς κι όχι για να τη δει ο Αριστείδης και να καταλάβει τι έχασε που μας παράτησε, ούτε για να κάνει λάικ η κουλτουριάρα γειτόνισσα που γουστάρει Καβάφη και τέτοια.
Η Ποίηση μπορεί να είναι μια προσφυγοπούλα των social media, η πατρίδα της, όμως, είναι η καρδιά και στην καρδιά δεν υπάρχει wi fi.