Γράφει η Μαρία Καλλίλα

«Δε με κρατάει ό, τι θυμάμαι, δε φτάνει να το πω ζωή…»

Τούτος ο στίχος ήρθε και με συνάντησε το πρωινό και με έβαλε να ταξιδέψω σε μέρη που ο νους μου μπορεί ποτέ πριν να μην είχε τον χρόνο ή την ευκαιρία να το κάνει. Γεννήθηκαν εικόνες και συναισθήματα, άνοιξαν πηγές από τρεχούμενες λέξεις, σκόρπιες φράσεις κι εκφράσεις.

«…Κανείς δε ζει αγάπη μου με χθεσινό φιλί…»

Συνεχίζεται λένε η ζωή από εκεί που την ακουμπήσαμε πριν κάποιες μέρες, οι οποίες μας φαίνονται αιώνες όσο περνάει ο χρόνος κι όσο τα όρια της αντοχής μας και της ανοχής μας μοιάζουν με τεντωμένα σκοινιά. Κι όλα όσα κλείσαμε ανάμεσα σε τούτες τις παρενθέσεις είναι άραγε εύκολο να ξεχαστούν και να ξορκιστούν στις επόμενες ευτυχίες μας;

Δεν ξέρω να σου απαντήσω, δεν έχω τη δύναμη και το δικαίωμα να προβλέψω το μέλλον και στις εικασίες δε θα γίνω θύμα. Θέλω μόνο να σου πω για τα διψασμένα χείλη και τα παγωμένα χέρια όλων μας. Θέλω να σου μιλήσω για εκείνα τα κορμιά που περιφέρονται από δωμάτιο σε δωμάτιο και καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια να μη μοιάζουν με κουφάρια άψυχα.

Στολίζονται, βάζουν μουσικές, ταινίες, γυρίζουν σελίδες σε βιβλία, κάνουν ανασκαφές σε ντουλάπια, μπαούλα και σκονισμένα κουτιά, στάζουν λίγο αλκοόλ σε γυαλί διάφανο από εκείνο το σερβίτσιο που κρατούσαν για τις «καλές περιστάσεις» και σκαλίζουν το χώμα στις γλάστρες για να φυτέψουν σπόρους από αγαπημένα λουλούδια με την ελπίδα πως στο πρώτο τους μπουμπούκιασμα το μικροσκοπικό τους μπαλκόνι δε θα είναι πια τα σύνορα της φυλακής τους.

Θέλω να σου πω για τους ερωτευμένους, παράνομους και νόμιμους που έμειναν με τις αγκαλιές μετέωρες, προσπαθώντας να χωρέσουν συναισθήματα και ζωή σε δυο ώρες. Τόσο χρόνο τους δίνουν βλέπεις το δικαίωμα, για να ρουφήξουν γεύση από ζωή και να την κρατήσουν γερή και δυνατή στη μνήμη τους για τη στιγμή που θα ξαναβρεθούν μόνοι στο άδειο μαξιλάρι τους. Κι αυτό χωρίς καταχώρηση, χωρίς μέριμνα, χωρίς κανένα νουμεράκι να δηλώνει «μετάβαση προς τον άνθρωπό σου».  Και γιατί άραγε να λείπει η πιο σημαντική επιλογή από αυτό το χαρτί; Φοβήθηκε ο ιός τον έρωτα ή ο έρωτας τον ιό;

Θέλω να σου μιλήσω για εκείνο το τριαντάφυλλο που έκοψα κατά τη διάρκεια της «σωματικής άσκησης», άγαρμπα κι άκαρδα στερώντας του τη ζωή, παρασυρμένη από την ανάγκη μου να μυρίσω κάτι από άνοιξη, από την ανάγκη μου να βρω τον ήλιο μέσα του χαϊδεύοντας το. Από την ανάγκη μου να κάνω κάτι που δε θα χρειαστεί να το δηλώσω και να το καταγράψω πουθενά.

Έγινα ο θύτης του γιατί η ομορφιά κι η μυρωδιά του έγιναν σειρήνες και με κάλεσαν σε γιορτινό τραπέζι. Κι ονειρεύτηκα το «θύμα» μου τοποθετημένο σε βάζο, αγκαλιασμένο από τα αγριολούλουδα που μάζεψαν παιδικά χεράκια, ελεύθερα και γεμάτα όνειρα όπως πρέπει να ζουν τα παιδιά. Κι εκεί τακτοποιημένο στο κέντρο του τραπεζιού που στρώθηκε με λευκό, κοφτό τραπεζομάντηλο, είδα γύρω του όλους τους ανθρώπους που αγαπάω χωρίς καλυμμένα πρόσωπα και χέρια, άκουσα μουσικές και πουλιά να κελαηδούν, γεύτηκα τα πιο νόστιμα φαγητά του κόσμου και ζεστάθηκα στις πιο σφιχτές αγκαλιές τους.

Θέλω και να σου διηγηθώ για τις θάλασσες και τα βουνά, αυτά που περίμεναν να συναντήσουν την ανεμελιά σου και να κουκουλώσουν σε ηχώ και παφλασμούς τις φωνές και τα γέλια σου. Μα κάνουν υπομονή όπως τους δόθηκε εντολή. Μα εσύ έλα, έλα κι άσε με να σου δείξω πώς στο γαλάζιο παίρνουν τα πιο όμορφα χρώματα οι ακτίνες του ήλιου και πώς στο πράσινο των φύλλων κοιμούνται οι πιο τρυφερές δροσοσταλίδες της αυγής. Έχω ένα σωρό φωτογραφίες στο κινητό μου που δεν πρόλαβα να εμφανίσω μα τις έχω τόσο πολύ ανάγκη τώρα.

Κι αν δε σε χόρτασα εικόνες και δε σε έπεισα να πάρεις πινέλα και να ζωγραφίσεις μαζί μου τούτου του κόσμου τις ομορφιές, σε ακουαρέλα που θα σου παραδώσει κάποιος κουρασμένος κούριερ, κράτα μου λίγο ακόμη το χέρι κι έλα μαζί μου. Έλα και θα σου ανοίξω παράθυρο σε πανηγύρι του χωριού, εκεί που θα δεις ανθρώπους να κρατιούνται χέρι χέρι και να μοιράζονται τραγούδια και χορούς. Κι όπως θα παραμερίζουν, θα δεις εκεί στη μέση, τη μικρή τσιγγάνα, ξυπόλητη, να λικνίζεται σε ρυθμούς του βιολιού ή του κλαρίνου και να πετιούνται μικρές φωτιές από τα μάτια της καθώς θα σε μαγεύει με το χτύπημα του ντεφιού που τυραννάει στα χέρια της.

Την είδες; Ή να πάω πίσω την εικόνα στην οθόνη που ανοίγεις κάθε τόσο για να δουλέψεις, για να μιλήσεις, για να γράψεις, για να ζήσεις… Δώσε μου λίγο χρόνο ακόμη να παίξω με το πληκτρολόγιο μου και θα σου πω ότι κανένας Θεός δεν ονειρεύτηκε να βλέπει τους πιστούς του να γίνονται κάμπιες σε κουκούλια, μήτε τους πολέμιους του να μην μπορούν να στραφούν εναντίον του ενοχλημένοι ή αδιάφοροι προς το πέταγμα των πεταλούδων.

Όλα δηλώνουν μια αρρωστημένη παύση, μια νεκρική ανακωχή, μα εγώ κι εσύ κι όλοι μας, οφείλουμε στο δώρο της ζωής που μας δόθηκε να συνεχίσουμε να τιμούμε το δώρο αυτό και να το χαιρόμαστε με τον όποιο τρόπο.

Κι όχι… τίποτε από όσα γίνονται δεν μπορούσε να το συλλάβει ο ανθρώπινος νους, ο δικός μου, ο δικός σου, ο δικός μας. Μα στη Μήδεια υπάρχει μια φράση που ίσως να προβλέπει και τούτο : Όσα προσμέναμε δεν έγιναν μα για το απρόσμενο βρήκε τρόπο ο Θεός.

Σε αυτό το απρόσμενο λοιπόν, θα κτιστεί η ελπίδα που τουλάχιστον εγώ έχω τη δύναμη να πιστεύω για να μπορώ να ισορροπώ…