Γράφει η Μελίνα Αγγελάκη

Ένα κλικ ακούστηκε από την μπαλκονόπορτα που έκλεισε. Η κουρτίνα όμως παραμένει τραβηγμένη στην άκρη. Ο ουρανός έχει πάρει εκείνο το σκούρο μπλε και μια σταγόνα κάνει την εμφάνισή της δημιουργώντας διάφανο λεκέ στο πλακάκι της βεράντας. Τα φύλλα στη γλάστρα του βασιλικού σκόρπισαν το άρωμά τους παρασυρμένα από το πρώτο αεράκι. Το βλέμμα κολλάει στο ημερολόγιο πάνω στον τοίχο. Σεπτέμβρης γράφει πάνω από τη ζωγραφιά ενός μικρού κοριτσιού που κρατάει μια κατακόκκινη ομπρέλα σε ασπρόμαυρο φόντο. Λες κι όσα θέλουμε να τονίσουμε πρέπει να έχουν πάντα κόκκινο χρώμα.

Μπήκε το φθινόπωρο. Το άρωμα καρύδας του αντηλιακού δίνει τη θέση του σ’εκείνο που αναβλύζει το χώμα στο πρωτοβρόχι. Όλα προσπαθούν να προλάβουν το ραντεβού τους. Από κάπου ακούγεται το κουδούνι ενός σχολειού υπενθυμίζοντας πως η πύλη στον κόσμο της γνώσης ανοίγει και πάλι. Η ηχώ από τις φωνές των παιδιών τρυπώνει από τη χαραμάδα.

Σ’ ένα καφενεδάκι ψήνεται ο ελληνικός και μυρίζει δίπλα του το λουκούμι τριαντάφυλλο. Μια παρέα αγκαλιάζεται λες κι οι διακοπές τους χώρισαν για μια ζωή. «Μου έλειψες» λέει το βλέμμα, «έχω τόσα νέα να σου πω» φωνάζει το χαμόγελο, «μου χάραξε πορεία επιστροφής η ύπαρξή σου» μαρτυράει εκείνο το φιλί στο στόμα.

Η βροχή ξεκίνησε δειλά δειλά κι ένα organizer στέλνει απειλητικά σήματα πως κάποια στιγμή όσα έχουν γραφτεί στις σελίδες του οφείλουν να πάρουν σάρκα κι οστά. Κάπου εκεί ανάμεσα βρίσκονται το πρόγραμμα του γυμναστηρίου, το ωράριο της σχολής, του φροντιστηρίου, τα ραντεβού στους γιατρούς, λογαριασμοί κι ένα σωρό άλλα χαρτιά που προσπαθούν να βάλουν τάξη σε μια ζωή.

Κι όμως τούτο το φθινόπωρο έχει μια μαγεία που τίποτε δε μαρτυράει τη λέξη υποχρέωση. Έχει χρώμα, έχει γεύση, έχει συναίσθημα, έχει κουτί με αναμνήσεις. Τούτο το φθινόπωρο κρατάει στυλό και γράφει σε χαρτί επιθυμίες κι όνειρα, δεν ορίζεται σε κουτάκια και δε συνορεύει με πρέπει. Γίνεται η αφορμή να τυλιχτούν τα χέρια σε ώμους γυμνούς για να ζεσταθούν καθώς ριγούν στην πρώτη δροσιά. Γίνεται ταινία σε σινεμά με ποπ κορν, γίνεται «χάσιμο» στα σοκάκια της πόλης κρατώντας το τελευταίο παγωτό και βόλτα με τη μηχανή στο βουνό. Γίνεται  παγωμένο κρασάκι σε βεράντες φορώντας εκείνο το αγαπημένο σου φούτερ που πάντα κρατάς σε μια γωνιά φυλαγμένο. Γίνεται φύλλο κίτρινο να χωθεί σαν σελιδοδείκτης στο βιβλίο που μόλις άρχισες να διαβάζεις.

Τούτο το φθινόπωρο είναι απογραφή για εκείνα που σκάσανε στο κύμα και πνίγηκαν και για εκείνα που έφτασαν μαζί με τη βαλίτσα σου και τρύπωσαν στην ντουλάπα να σου λένε καλημέρα. Δεν είναι ένας συνηθισμένος Σεπτέμβρης, ούτε ένας οποιοσδήποτε Οκτώβρης, δεν είναι ένας αδιάφορος Νοέμβρης. Είναι αυτοί οι μήνες που στην υγρασία πάνω στο τζάμι, την ώρα που θα βρέχει, το δάχτυλό σου θα φτιάξει μια ζωγραφιά να μαρτυράει τη σκέψη σου, το τραγούδι στο ραδιόφωνο θα σου θυμίζει τη συναυλία που άκουσες με μια μπίρα στο χέρι και κάπου ενδιάμεσα θα σκαρφαλώσεις στο ντουλάπι να κατεβάσεις την αγαπημένη σου κούπα για να πιεις τον πρώτο σου ζεστό καφέ.

Είναι η εποχή του reunion με όσα έβαλες σε παύση κι η κατάλληλη στιγμή να δεις τα πράγματα με πιο καθαρή ματιά, έχοντας ξεφορτωθεί τα γυαλιά ηλίου που ενώ σε προστάτευαν, κάποιες φορές σου θόλωναν την οπτική. Ένα reunion που σίγουρα δε θα πλήξεις και δε θα χρειαστεί να κάνεις κανενός είδους συμβιβασμό.

Αν αποπνέει κάτι τελικά αυτή η εποχή είναι δυναμισμό κι αποφασιστικότητα. Όσα τέθηκαν σε αναβολή βαράνε συναγερμό, σε θέτουν σ’ εγρήγορση κι απαιτούν να βάλεις τις γαλότσες σου και να τσαλαβουτήσεις στα λασπόνερα, ξεθάβοντας από μέσα τους όλα όσα σε κάνουν να νιώθεις ότι ζεις.

Όχι δεν είναι ένα οποιοδήποτε φθινόπωρο, δε θα το αφήσεις εσύ να είναι ένα ακόμη φθινόπωρο, θα του δώσεις γεύση, χρώμα, άρωμα, ήχο κι εικόνες και θα το υπογραμμίσεις με κόκκινο όπως εκείνη η ομπρέλα στο ημερολόγιο. Γιατί τελικά όσα θέλουμε να θυμόμαστε τα «ντύνουμε» στα κόκκινα.