Γράφει ο Βλάσης Κοζώρης

Τίτλος που κουβαλάει νάρκες και σκάει στην παραπλάνηση.

Φταίει ο έρωτας…

Που όλο κάτι φταίει.

Που η Άνοιξη παραπατάει μετά το χειμώνα, για να έρθει να στεριώσει.

Που ο ήλιος καίει και το καλοκαίρι παραπαίει.

Που τα τζιτζίκια μας ξυπνάνε τον Αύγουστο και τα νησιά βουλιάζουν από κόσμο.

Που η γάτα μου, μου γδέρνει το κορμί, ενώ εγώ της δίνω χάδι τρυφερό.

Που η μάνα μού φωνάζει για ζακέτα, όταν το κρύο δεν έχει καν βαπτιστεί.

Που ο πατέρας είναι φτερούγες ανοιχτές και φιλί στο μέτωπο.

Που με την Ιταλία, το ούνα φάτσα-ούνα ράτσα γίνεται σάρκα μία σε μια τζάγκουαρ του 90.

Που η Αθήνα είναι μαύρη κι άραχνη από τον πόνο, αλλά κούκλα από τον πόθο.

Που το έτερον ήμισυ γίνεται χαλί μαγικό του Αλλαντίν να το πατήσεις και να σου ζεστάνει τα πόδια.

Που παραπλανεί κι εξαγριώνει, που σε ανεβάζει και σε χαμηλώνει.

Που η αγάπη λυτρώνει και φέρνει οξυγόνο εκεί που το ναρκωτικό δε βλάπτει.

Που το Θέατρο είναι όλες οι τέχνες μαζί κι ο ηθοποιός όλοι οι άνθρωποι σε έναν.

Που η φωνή γίνεται όπλο και το όπλο αυτό ενώνει με τη σκανδάλη του στη διαπασών, δε χωρίζει.

Που ο άνθρωπος ονειρεύεται, παλεύει, κοπιάζει, ανέχεται, υπομένει, νοσεί. Και παραδίνεται.

Φταίει ο έρωτας… που η ζωή, όπως έλεγε κι ο Άκης Πάνου, είναι πολύ μεγάλη όταν ζεις διαρκώς.

Που η φιλία ευδοκιμεί στις στέπες της ζωής και παραπαίει μεταξύ αγάπης κι ασφυξίας.

Που η μουσική είναι εραστής, χορευτής και τσαρλατάνος.

Που η θλίψη απαιτεί χιούμορ και το χιούμορ κρύβει θλίψη.

Που ξέρω να γεννιέμαι.

Που θυμάμαι να ανασταίνομαι.

Που φοβάμαι να πεθαίνω…