Γράφει η Μαριάμ Πολυγένη
Από την πρώτη στιγμή μιλούσαμε ασταμάτητα.
Λέγαμε, λέγαμε και τι δε λέγαμε. Θαρρείς πως κάτι μας πληροφορούσε, μυστικά, να τα πούμε όλα μαζεμένα, γιατί θα ερχόταν εκείνη η μέρα. Η μέρα όπου κανείς μας δε θα έβρισκε κάτι να πει.
Η μέρα αυτή ήρθε κι ενώ έχει περάσει πολύς καιρός από τότε, εγώ συνεχίζω να μη βρίσκω τις λέξεις. Τις λέξεις που έπρεπε από τότε να ξεστομίσω και μέχρι και σήμερα δεν έχω καταλάβει ποιες έπρεπε να είναι.
Μη κοιτάς που γράφω. Απέναντί μου αν σε είχα, τίποτα πάλι δε θα ψέλλιζα. Τίποτα που να ‘χε κάποια αξία, που θα ήταν ικανό να μετατρέψει αυτή τη σιωπή σε μία ακόμη παρτίδα όμορφων συζητήσεων κι ας ήμουν εγώ ξανά η χαμένη! «Λίγο όνειρο ακόμα» που λέει κι ο αοιδός. Λίγο το ‘χεις;
Από την άλλη, τι να πεις σε κάποιον που τα ξέρει όλα; Που ξέρει τα πάντα ακόμη κι αν δεν τα άκουσε ποτέ να γίνονται λέξεις. Αυτό δεν κάνουν οι έξυπνοι άνθρωποι, που λένε και κάτι έρευνες που ξεπετάγονται μπροστά στην αρχική μας στο facebook; Τα νιώθουν και τα καταλαβαίνουν όλα μόνοι τους. Σε βγάζουν από την αμήχανη θέση του να πρέπει να εξηγείς. Πρόσεξες; «Αμήχανη» την αποκάλεσα γιατί δύσκολη δεν είναι. Όταν πρόκειται να μιλήσεις γι’ αυτά που νιώθεις δεν είναι δύσκολο, είναι αμήχανο.
Κι η δική μου αμηχανία δεν έχει να κάνει με το φόβο του τι θα κάνει ο απέναντι, πώς θα πράξει ακούγοντάς τα, αλλά με το ότι τώρα πια τα ξέρει. Τα ξέρει κι όλα γύρω μας θ’ αλλάξουν. Προς το καλύτερο ή το χειρότερο δεν έχει σημασία. Σημασία έχει πως τίποτα δε θα ‘ναι όπως πριν, όπως δηλαδή τ’ αγάπησα. Όπως τα πρόσεξα, όπως κέρδισαν το ενδιαφέρον μου και μ’ έσπρωξαν να εξομολογηθώ γρήγορα το πώς μ’ έκαναν να νιώσω.
Καμιά δυνατή ιστορία δε θα άρχιζε αν δεν υπήρχαν οι όμορφες λέξεις, λένε, αλλά εγώ, είμαι σχεδόν σίγουρη, πια, πως θα θαυμάζαμε τη δημιουργία ακόμη περισσότερων όμορφων ιστοριών αν σωπαίναμε. Αν ό,τι νιώθαμε το αφήναμε να το μαντέψουν όσοι μας ενδιαφέρουν, αν η κάθε μας κίνηση δε συνοδευότανε από το άγχος μη «μαρτυρήσει» πρόωρα, εκείνο που θέλουμε εμείς να προλάβουμε να τοποθετήσουμε μέσα σε όμορφες φράσεις κι αν σε κάθε μας συνάντηση δεν ψάχναμε για «χρυσές ευκαιρίες» να πετάξουμε την «ατακάρα» που θα οδηγήσει στη μεγάλη αποκάλυψη, ίσως η αποκάλυψη να είχε γίνει. Και μάλιστα γρηγορότερα απ’ όσο μας πήρε να τη σχεδιάζουμε και να την ονειρευόμαστε.
Δε σου ζητάω αγαπημένε αναγνώστη να υποκριθείς στις σχέσεις σου, να μην απελευθερώσεις όσα θαρραλέα σε πιέζουν να βγουν από μέσα σου. Σου ζητάω να περιμένεις λίγο πριν το κάνεις. Μην ανησυχείς, η έκβαση των γεγονότων θα είναι πάντα αυτή που η μοίρα έχει ορίσει, αλλά το όνειρο θα μπορούσε να κρατήσει λίγο ακόμα. Το έχουμε ανάγκη να ζούμε «παραμυθένιες» στιγμές, ειδικά σε εποχές που μας λείπουν περισσότερο από ποτέ. Ο ρεαλισμός κι η σκληρή πραγματικότητα θα είναι πάντα εκεί, δίπλα μας, αλλά θα μπορούν πάντα να μας συναντήσουν λίγο αργότερα. Όταν η παραμυθένια ιστορία πάψει να θυμίζει «παραμύθι» κι όχι από τις πρώτες σελίδες της, επειδή βιαστήκαμε να μαρτυρήσουμε τον λύκο μόλις συνειδητοποιήσαμε πού κρύβεται.
Γι’ αυτό σου λέω, πρέπει να την αγαπήσουμε τη σιωπή. Να την αγαπήσουμε κι ας είναι αυτή τις περισσότερες φορές το εμπόδιο στον έρωτα. Κάτι δεν καταλαβαίνουμε, κάτι δε μας δείχνουν, κάτι δεν ειπώθηκε και τα παράπονα στον έρωτα μεγαλώνουν. Ο έρωτας όμως δε φταίει. Είναι ο μόνος που δε φταίει, γιατί πίστεψέ με, όταν μπει στο σπίτι του παραμυθιού μεταμορφώνει κάθε λύκο, κάθε παπουτσωμένο γάτο και κάνει κάθε βασιλιά να βλέπει πως είναι «γυμνός». Κάνει κι εσένα να βλέπεις πως δε χρειάστηκαν τελικά τα λόγια για να ξεκινήσει οτιδήποτε.
«Πες τι νιώθεις» λένε όλοι, αλλά τώρα που το ξανασκέφτομαι, ποιος ο λόγος να το πεις; Λες και μπορεί να κρυφτεί το συναίσθημα; Λες και δε θα το δουν, δε θα το καταλάβουν; Και θα το δουν και θα το καταλάβουν! Ακόμη κι αν δεν το δείξεις ποτέ.
Μήπως ο λόγος τελικά που προτιμάμε να δηλώνουμε τα συναισθήματα μας στον άλλον από το να τα εκδηλώνουμε, είναι πως κατά βάθος μέσα μας θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε τις λέξεις για να πείσουμε τον άλλον να νιώσει όπως κι εμείς; Μήπως γιατί βαθιά μέσα μας πληροφορηθήκαμε μυστικά τα συναισθήματα του άλλου και τα vibes που εισπράξαμε ήταν μικρότερης ισχύoς από τα δικά μας; Ή μήπως η σιωπή του άλλου μας τρομοκρατεί περισσότερο από καθετί;
Τα λόγια κινητοποιούν έρωτες ρηχούς. «Φουντώνουν» ανθρώπους χωρίς εσωτερικές φλόγες. Μεγαλώνοντας το νιώθεις όλο και περισσότερο. Η σιωπή είναι αυτή που κρύβεται πίσω από τα δυνατά αισθήματα και μόνο όποιος μπορεί ν’ αποκωδικοποιήσει σωστά το γιατί σωπαίνεις, μπορείς να πεις πως σ’ αγάπησε αληθινά. Αυτό που μετράει δεν είναι τι θα πεις ή τι θα σου πούνε, αλλά να μη χρειαστεί να μιλήσεις. Να σε νιώθουν χωρίς να εξηγείς.
Τα πιο όμορφα λόγια είναι φτωχά κι ανίσχυρα μπροστά σ’ ένα φιλί ή ένα άγγιγμα αλλά εσύ κι εγώ άνθρωπε, θέλουμε να το συζητήσουμε, να το αναλύσουμε, να το τραβήξουμε βίαια να έρθει όταν κι όποτε το επιθυμήσουμε. Καρφάκι δεν του καίγεται του έρωτα για τους δικούς μας χρόνους. Τους αποστρέφεται εκείνους που τον στήνουν απέναντι και τον αναλύουν με τις ώρες.
Εκείνος βαδίζει ανενόχλητος ανάμεσα στους ανθρώπους κι αργά ή γρήγορα θα κάνει την εμφάνισή του, όπως ο ίδιος ξέρει. Με διάθεση γενναία και πράξεις που σπάνε κάθε αμηχανία και σιωπή, κάθε αμφιβολία κι ανάλυση. Δίνει εξηγήσεις με τον ερχομό του.
Τώρα εξηγούνται όλα! Μ’ εκείνους που θα έχεις πάντα κάτι για να μοιραστείς μαζί τους, δε χρειάζεται να λες πολλά. Ούτε καν το ότι ανήκουν στους σημαντικούς για σένα. Αν ανήκουν εκεί, το ξέρουν ήδη. Κι ας βιάστηκες να τους το πεις από φόβο μήπως δεν το καταλάβουν.
Δεν ήξερες τότε πως ο λόγος που μετράει περισσότερο απ’ όλους, είναι ο λόγος εκείνων που σωπαίνουν. Πως ίσως αυτό που έχει ουσία τελικά είναι το να μη βρίσκεις τίποτα να πεις. Τότε είναι που νιώθεις τα περισσότερα…
*Στίχος του Νίνο από το τραγούδι του «Χαθήκαμε». Φυλακίζει σε λίγες λέξεις όλη μας την έμπνευση!