Γράφει η Μαρία Καλλίλα

 

Τι είναι για σένα άραγε να νιώσεις; Σε σένα μιλάω, σε σένα που τώρα διαβάζεις τούτες τις αράδες και περιμένεις ίσως τελειώνοντας αυτό το κείμενο, να έχεις βρει και τις δικές σου απαντήσεις, ή απλώς να ταυτιστείς με όσα έχεις ήδη σκεφτεί.

Νιώθω θα πει, αγγίζω. Και το άγγιγμα δε χρειάζεται πάντα τα χέρια. Αγγίζω θα πει ακουμπάω στον άλλον ψυχής ρινίσματα και περιμένω να δω ποια θέση θα τους δώσει ή ποια θέση θα διεκδικήσουν έτσι αυτόβουλα κι αδιάντροπα μέσα του.

Νιώθω θα πει, ακούω. Και δεν ακούω γιατί γνωρίζω όλα όσα θες να μου πεις. Στέκομαι απέναντί σου, δίπλα σου, γύρω σου και σε ακούω γιατί θέλω να σε μάθω. Να γνωρίσω το παρακάτω σου, το μέσα σου, να δω τις σελίδες από την κατάθεσή σου μια-μια κι όχι με περιλήψεις, ν’ ακούω σε δέκα γραμμές όσα είναι τα σημαντικά σου. Είναι επιλογή μου που ήρθα και κάθισα σ΄εκείνον τον παλιό καφενέ, στα σοκάκια μιας πόλης που μας κάνεις όλους τους γνωστούς τόσο αγνώστους. Ήθελα, ήθελα να σε βρω, ήθελα να σε ανταμώσω.

Νιώθω θα πει, καταλαβαίνω. Όχι τα πάντα σου κι ίσως όχι όπως θα περίμενες εσύ, μα προσπαθώ όσα το μυαλό μου δεν είναι σε θέση να κατανοήσει να τα καλύψει αυτό που αισθάνομαι για σένα, ακούγοντάς σε. Κι αν με αποπάρεις, δε θα σε παρεξηγήσω, όχι γιατί είμαι θύμα σου, αλλά γιατί δε σε βλέπω θύτη μου. Στην ένταση της φωνής σου εγώ θα κρατήσω το τρέμουλο και στη σιωπή εγώ θα ακούσω το λυγμό σου.

Νιώθω θα πει, αγαπώ. Αγαπώ μα όχι από θέση ισχύος. «Όσοι αγαπούν νιώθουν μικροί» λέει ένας στίχος. Κι εγώ όταν πονάς και το μοιράζεσαι μαζί μου μικραίνω, λιγοστεύω που δεν μπορώ να μοιραστώ το βάρος σου. Μα όταν χαμογελάς με μεγαλώνεις πάλι, με κάνεις ίσο σου και μου χαρίζεις ήλιους φωτεινούς σαν την ευτυχία σου.

Νιώθω θα πει, καλύπτω. Καλύπτω αποστάσεις, χαράζω διαδρομές κι έρχομαι ως εσένα, εσένα που μπορεί να βρίσκεσαι στο απέναντι πεζοδρόμιο ή στην άλλη άκρη της γης. Δεν κάνω τα χιλιόμετρα πιο σημαντικά από όσα μοιραζόμαστε και δεν αφήνω όσα δεν ζούμε να ακυρώσουν εκείνα που μπορούμε. Γίνομαι εκείνη η πετσέτα που θα σε στεγνώσει από τη βροχή που μούσκεψε τη ζωή σου, όταν δεν κατάφερα να βρίσκομαι δίπλα σου. Μα κι αν ήμουν εκεί, πάλι δε θα τολμούσα ποτέ να γίνω το παρασόλι σου.

Νιώθω θα πει, μπορώ και θέλω, ή θέλω να μπορώ. Κρατώ τις πράξεις στα χέρια μου και τις αφήνω να γίνουν αποδείξεις πως οι λέξεις έχουν θεμέλια όταν είναι αληθινές. Και στη δική τους αλήθεια εγώ για σένα τολμώ να χτίσω όσα κανείς ως τώρα ποτέ δεν τόλμησε. Νιώθω θα πει πως νιώθεις ακόμη κι αν σε βαπτίζεις «άνιωθο». Νιώθεις πως δεν μπορείς να νιώσεις ε;

Νιώθω θα πει, οπισθοχωρώ. Ζητώ συγγνώμη και παραδέχομαι κι αποδέχομαι και δε ντρέπομαι να χαμηλώσω το βλέμμα και να σε αφήσω να δεις εκείνο το δάκρυ που αναμάσησα τόσες φορές δαγκώνοντας τα χείλη και σφίγγοντας τις γροθιές με τα νύχια να σημαδεύουν τις παλάμες μου.

Νιώθω θα πει, τερματίζω. Σβήνω τις μηχανές όταν έρχομαι να σε συναντήσω. Δε θέλω τίποτε να κάνει φασαρία γύρω μας. Όσα μας έφεραν ως εδώ, γραμμές σε σταυρόλεξα κάθετες κι οριζόντιες με βαθμό δυσκολίας για «έμπειρους λύτες». Κάτσε εσύ σ΄ένα από εκείνα τα μαύρα τετράγωνα που στήθηκαν προσεχτικά για να έχουν όλα μια συνοχή κι εγώ θα σου κρατάω μολύβι και γομολάστιχα, για να κάνουμε την αλφαβήτα κομπολόι και να πέσουν οι χάντρες της στα σωστά σημεία, δίνοντας τη λύση που θα σφραγίσει το δικό μας ΜΑΖΙ. Ένα μαζί που θα δηλώνει ελευθερία κι επιλογή όχι δέσμευση κι υποχρέωση.

Τέτοιο ρήμα είναι το ΝΙΩΘΩ, δύσκολο μέρος του λόγου, μα «όλα τα αγαθά κόποις κτώνται». Κι εγώ είμαι από εκείνους που τους αρέσει να κοπιάζουν όταν νιώθουν.

Εσύ;