Γράφει η Μαριάμ Πολυγένη

Λένε πως οι «γραφιάδες» είναι εξαιρετικοί συνομιλητές. Γουστάρουν ν’ αναλύουν τα πάντα. Ώρες ατέλειωτες μπορούν να κάτσουν απέναντί σου, μ’ έναν καφέ ή ένα ποτήρι κρασί στο χέρι και να συμφωνούν ή να διαφωνούν για θέματα που «βασανίζουν» εσένα ή εκείνους.

Θα τους δεις να σημειώνουν σε τετράδια, μικρά μπλοκάκια ή ακόμη και χαρτοπετσέτες, φράσεις  που θα τους δώσουν έμπνευση για το επόμενο άρθρο τους, την επόμενη «εξομολόγηση» στο laptop τους, το επόμενο status στο λογαριασμό τους στα social. Δε θέλουν πολλά. Μια λέξη ή φράση αρκεί για να πυροδοτήσει ατέλειωτες σκέψεις και μακροσκελείς αναλύσεις μες στο κεφάλι τους.

Το δικό μου μπλοκάκι όμως, βρίσκεται σε σίγαση. Από σκέψεις, από λέξεις, ακόμη κι αριθμούς τηλεφώνων. Η ζωή φρόντιζε πάντα να συναντώ στον δρόμο μου ενδιαφέροντες ανθρώπους κι από φόβο μην είναι αυτή η τελευταία μας συζήτηση σημείωνα το τηλέφωνο εκείνου που κράτησε το ενδιαφέρον μου αμείωτο όση ώρα βρισκόταν δίπλα μου.

Μην το προσπερνάς έτσι αυτό. Είναι  σημαντικό να μιλάς με κάποιον κι όσα λες μαζί του να θέλεις να τα πάρεις σπίτι σου. Να επιστρέψουν μαζί μ’ εσένα σπίτι σαν ρούχα δανεικά που όμως θα μείνουν για πάντα στη δική σου ντουλάπα, αφού αυτός που στα «δάνεισε» δε θα τα ζητήσει ποτέ πίσω.

Γεμίζει η ντουλάπα μου από «ρούχα» όμορφα, ιδιαίτερα και τόσο διαφορετικά μεταξύ τους. Πότε πολύχρωμα, φωτεινά και παιχνιδιάρικα κι άλλοτε μαύρα, πολυφορεμένα και ποτισμένα από θλίψη. Κι αυτά τα αγαπώ! Η έμπνευση έρχεται από παντού. Από το φως, το σκοτάδι, τη βροχή ή το ουράνιο τόξο! Έρχεται από παντού, αλλά όχι πάντα…

Κάπως έτσι με συναντάς ώρα τέσσερις τα χαράματα, ν’ ακούω τραγούδια αγαπημένα μήπως κι ένας στίχος δυνατός με κάνει να σηκώσω το στιλό και να γράψω επιτέλους μια φράση στο μπλοκάκι έμπνευσης για να καταφέρω να μοιραστώ ένα editorial της προκοπής μαζί σου. Μάταια…

Θα φταίει αυτός ο θυμός που έχω τον τελευταίο καιρό για όσα μου κρύβεις. Για τις τόσες όμορφες ιστορίες και σκέψεις που μου στερείς. Για το ότι κάθε φορά που με βλέπεις επιλέγεις να μου πεις όσα μου λένε οι περισσότεροι και να μου φανερώσεις μόνο εκείνα που είσαι σίγουρος πως είναι «εύπεπτα» για τον οργανισμό μου.

Έφτασα 38 όμως βλέπεις κι όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος αποκτά ευαισθησίες. Και το δικό μου στομάχι έγινε ευαίσθητο «στο ίδιο». Ενοχλείται, ανακατεύεται. Το «διαφορετικό» είναι αυτό που γεμίζει πια τις σελίδες του τετραδίου μου, τα άρθρα μου με λέξεις και την ψυχή μου με ενδιαφέρον. Εκείνο που κουράστηκε να κρύβει επιθυμίες, συμπεριφορές κι απόψεις, από φόβο μη δεν είναι αρεστές κι εύπεπτες στους άλλους και σκορπά όσα πραγματικά είναι χωρίς να του καίγεται καρφί αν θα το συμπαθήσεις.

Η μέρα που γνώρισα έναν τέτοιον άνθρωπο είναι κι η μέρα που ξεκίνησε να γίνεται για μένα σημαντικός. Σημαντικός για μια μέρα, έναν χρόνο ή μια ζωή ολόκληρη, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει πως δε μου είναι αδιάφορος. Έχει κάτι να μου πει, κάτι να μου «δώσει», κάτι που θα συμπληρώσει την ντουλάπα με τα ρούχα που δανείζομαι από τους ξένους και που γεμίζει όλο και πιο δύσκολα πια.

Ναι, ξέρω. Κάθε άνθρωπος είναι σημαντικός. Είναι όμως γιατί διαφέρει. Κι αυτός είναι κι ο λόγος που δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δε θες να διαφέρεις. Ή μάλλον για να το θέσω πιο σωστά γιατί δε θες να ξέρουν οι άλλοι πως διαφέρεις. Γιατί πέφτεις στην παγίδα τους και σε παρασύρουν οι καρμπόν συμπεριφορές; Γιατί ενώ είμαι εδώ γεμάτη όρεξη ν’ ακούσω τι αγαπάς και τι όχι, επιλέγεις ν’ αγαπάς ό,τι κι οι άλλοι;

Κι αν ανήκεις στη μάζα όλα καλά, αλλά αν νιώθω στο βλέμμα σου πως δεν ανήκεις εκεί; Αν είμαι σίγουρη πως αν ξεφύλλιζα τις σελίδες του ημερολογίου σου δε θα έβρισκα σε καμιά του σελίδα όλα όσα σε ακούω να υποστηρίζεις σήμερα στην παρέα; Αν μέσα σου θες να φωνάξεις «δεν είμαι αυτό!» κι όλο το αναβάλλεις;

Πότε θα μου δείξεις άνθρωπε ποιος πραγματικά είσαι; Πότε θα πάψεις να φοβάσαι τι γνώμη θα έχω όταν αντικρίσω τον αληθινό σου εαυτό;  Πότε θα σπάσεις το καλούπι που σου έφτιαξες για να ‘σαι αρεστός στους άλλους και θ’ αφήσεις να φανεί εκείνος ο άνθρωπος που είσαι κάθε φορά που κλείνει η πόρτα του σπιτιού σου;

Θέλω να δω όσα δεν μπόρεσες να δείξεις. Θέλω να μου πεις όσα δεν έμαθε κανείς. Θέλω να γράψω μία ιστορία σου που να έχει ενδιαφέρον και κάτι μου λέει πως έχεις πολλές. Και τις διηγείσαι μόνο σ’ εσένα ε;

Θέλω να ξέρω αν αγαπάς τη μέρα ή τη νύχτα και γιατί. Αν σ’ αρέσει η ποίηση και για ποιο λόγο δε μας το χεις πει ακόμη. Τον στίχο ενός τραγουδιού που αγαπάς ακόμη κι αν είναι το «Τα σπίτια είναι χαμηλά σαν έρημοι στρατώνες, τα καλοκαίρια μας μικρά κι ατέλειωτοι οι χειμώνες» γιατί έπαιζε στο ράδιο την ώρα που εκείνη που αγαπούσες  γελούσε δυνατά με την ψυχή της κι εκείνη την εικόνα της δεν την ξέχασες ποτέ.

Θέλω να μάθω κάτι για το οποίο ντρέπεσαι, μια ανασφάλεια σου που βρήκες τα κότσια μαζί μου να τη μοιραστείς. Κι όχι από εκείνες που ξεστομίζεις εύκολα. «Έχω 5 κιλάκια παραπάνω και νιώθω άβολα με αυτά». Όχι αυτή που φαίνεται και τη φανέρωσες επειδή λανθασμένα πιστεύεις πως την προσέχουν όλοι. Την άλλη! Εκείνη που μόνο εσύ ξέρεις την ύπαρξή της κι είναι εύκολο να μου την κρύψεις αλλά το βάρος της αβάσταχτο ε;

Θέλω να μιλήσουμε για Θεό, για έρωτα, για το που κρύβεται η ουσία. Να διαφωνήσουμε σε όλα! Θέλω να παραδεχθείς τι είναι εκείνο που αναζητάς πιο πολύ στη ζωή και τι θα έκανες για να το έχεις. Θέλω να γελάσουμε με την ψυχή μας όταν καταλήξουμε από τις πολλές αναλύσεις  πως ενώ λέμε πως θα κάναμε τα πάντα γι’ αυτό,  το μόνο που κάνουμε είναι να το περιμένουμε να ‘ρθει εξ’ ουρανού. Κι εσύ κι εγώ…

Γιατί κι εμένα, μη νομίζεις, μου πήρε χρόνο να θέλω να μοιραστώ όσα είμαι. Και ξέρω πόσο δύσκολο είναι. Να πάψεις να υποκρίνεσαι πως απολαμβάνεις συζητήσεις που οι άλλοι κάνουν, να φύγεις από μια παρέα που έχει ανθρώπους που η παρουσία τους σε πιέζει, να πεις δυο τρία «παράτα μας» παραπάνω κι αν κάνεις περισσότερα λάθη απ’ όσα οι άλλοι αντέχουν να μη σε νοιάζει η γνώμη κανενός παρά μόνο όσων προσπαθούν να σε κατανοήσουν.

Στη ζωή δεν φτιάχνουν όλα πάντα ως προς το καλύτερο. Υπάρχουν λάθη που δεν μπορούν να διορθωθούν , παρά μόνο να κουβαληθούν. Και στο επόμενο φαγοπότι με φίλους, στην επόμενη γνωριμία,  στην επόμενη  συνάντηση μαζί μου, θα τα κουβαλάς και θα ‘θελες να μπορείς να τα μοιραστείς και να μην είσαι υποχρεωμένος να τα κρύβεις πίσω από ψεύτικα χαμόγελα, αδιάφορες ματιές και κλισέ απαντήσεις.

Αυτά δηλαδή που με κάνουν ν’ απομακρύνομαι από παρέες κι ανθρώπους που ποτέ δε θα «λερώσουν» με ωραίες λέξεις  το μπλοκάκι σημειώσεων μου. Κι είναι κρίμα αυτό το editorial να είναι αφιερωμένο σε όσα κρύβουμε κι όχι σε όσα μοιραζόμαστε…