Γράφει η Μαρία Καλλίλα
Κατά τη διάρκεια της καραντίνας, η Rebecca Cox, κάτοικος της πόλης Topeca στο Kansas, μετακόμισε στο σπίτι της κόρης της Ann Darby, για να αισθάνεται πιο ασφαλής και να μπορεί να εξυπηρετηθεί καλύτερα, μιας κι είναι τυφλή.
Μετά την επιστροφή της στο σπίτι της, οι δουλειές του σπιτιού είχαν μείνει πίσω και υπήρχαν αρκετά που έπρεπε να γίνουν από την ίδια αλλά κι από την κόρη της και τον γαμπρό της.
Αυτό όμως που διαπίστωσαν γυρίζοντας πίσω, ήταν πως το γρασίδι στο μπροστινό μέρος του σπιτιού ήταν κουρεμένο και περιποιημένο. Από τις κάμερες ασφαλείας είδαν ότι κατά τη διάρκεια της νύχτας ένας άνδρας πάνω σε μηχάνημα για κούρεμα γρασιδιού είχε τελειώσει τη συγκεκριμένη δουλειά σε χρόνο μηδέν.
Αυτό ήταν μεγάλη ανακούφιση για την οικογένεια, μιας και η Ann είναι μητέρα τριών παιδιών κι ο σύζυγός της εργάζεται πολλές ώρες και για να επισκεφτούν και να βοηθήσουν τη Rebecca θα πρέπει να ταξιδεύουν τρεις ώρες. Και κάθε φορά προσπαθούν να κάνουν όσο περισσότερα γίνεται.
Επειδή πίστεψαν πως ο άνδρας που είδαν στις κάμερες εργαζόταν για το δήμο, την άλλη μέρα πήραν τηλέφωνο για να μάθουν το όνομά του, να τον ευχαριστήσουν και να τον πληρώσουν αν χρειάζεται. Προς μεγάλη τους έκπληξη, όμως, οι υπάλληλοι στο δήμο τους ενημέρωσαν ότι δεν είχαν καμία σχέση με τον άνθρωπο που κούρεψε το γρασίδι τους.
Τότε η Ann, αποφάσισε να δημοσιοποιήσει το γεγονός και να στείλει ένα μήνυμα στον τόσο ευγενικό συμπολίτη της, ευχαριστώντας τον που διευκόλυνε τη ζωής της τυφλής μητέρας της και καλώντας τον να παρουσιαστεί στο σπίτι τους, ώστε αν θέλει να πληρωθεί για την εργασία του και να αναλάβει το κήπο της Rebecca επί πληρωμή αν θελήσει.