Γράφει η Μελίνα Αγγελάκη

Εκλογικεύεται το συναίσθημα; Το περιορίζεις όσο μπορείς και το πλάθεις όπως πιστεύεις ότι πρέπει να είναι το σχήμα του, έτσι ώστε να χωράει παντού. Στις τσέπες του μπουφάν σου, στο σακίδιο που θέλεις να ξεχάσεις μα πάντα μαζί σου κουβαλάς.

Το βαφτίζεις όπως νομίζεις, χωρίς πολλά φωνήεντα, για να μην έχει έκταση ούτε όταν χρειαστεί να το φωνάξεις για να μιλήσετε οι δυο σας. Το κάνεις αράδα σε τετράδιο κρυμμένο στον πάτο του συρταριού και ρούχο ξεχασμένο στο πατάρι. Του φοράς παπούτσια βρώμικα να μένουν πάντα στο πατάκι της εξώπορτας και του ζωγραφίζεις χαμόγελο που θα ζήλευε η καλύτερη διαφήμιση οδοντόκρεμας. Κι έτσι νομίζεις πως τα κατάφερες.

Το πνεύμα θέλει, παλεύει και τακτοποιεί. Γράφει την ημερομηνία και το περιεχόμενο, με μαρκαδόρο γυαλιστερό που μυρίζει αμμωνία πάνω σε χαρτόκουτα και τα μετακομίζει σε υπόγεια υγρά. Το πνεύμα νίκησε μια μάχη. Η ιστορία καταγράφει την ημερομηνία και την ώρα κι η συνέχεια έπεται.

Τούτη η «μετακόμιση» σε ταλαιπώρησε, σε ίδρωσε, σε σκόνισε. Αφήνεις το νερό να τρέξει πάνω σου, να σου ξεπλύνει μνήμες και στιγμές. Κλείνεις τα μάτια κι αναζητάς κάθαρση και καθαριότητα. Μα η σάρκα έχει δική της εξουσία. Κυριεύει το είναι σου και σε καθηλώνει. Σε βάζει να προσκυνήσεις τις εικόνες που ξεπηδούν μία-μία και σε κάνει να τρίβεις ξανά και ξανά τα ίδια σημεία στο κορμί σου μέχρι να πονέσεις.

Τα μάτια καίνε, τα χείλη δαγκώνονται, τα γόνατα λυγίζουν. Η σάρκα δε νίκησε μια μάχη. Νίκησε κάθε μάχη! Η ιστορία καταγράφει την ώρα μα στην ημερομηνία αφήνει πάντοτε κενό κι η συνέχεια έπεται. Όταν η σάρκα κάνει παιχνίδι το πνεύμα σηκώνει λευκή σημαία κι ουρλιάζει για ανακωχή.

Όσο χρόνο σπατάλησες ν’ ακούς το πνεύμα σου, τον μηδένισε σε μια στιγμή η σάρκα εισβάλλοντας ύπουλα με μόνο σκοπό να πάρει τη ρεβάνς, να νικήσει. Και τα κατάφερε, νίκησε, όχι τη μάχη, νίκησε τον πόλεμο. Η μυρωδιά από την αμμωνία αναδύεται από τα υπόγεια κι όλως περιέργως μετατρέπεται στη μυρωδιά εκείνου που όσο κι αν προσπάθησε το νερό να πνίξει, σου τρυπάει τα ρουθούνια και σου δίνει τόση δύναμη κι αντίσταση σαν  να είσαι κομμάτι πλαστελίνης.

Αντιστέκεσαι ακόμη, ανοίγεις την ντουλάπα και στολίζεσαι.  Θες να βγεις, να πάρεις αέρα, να νικήσεις με οξυγόνο τη σάρκα. Ρίχνεις μια ματιά στο είδωλό σου στη βιτρίνα ενός καταστήματος που οι προβολείς φωτίζουν «άψυχες κούκλες», φωτίζουν κι εσένα. Κατεβάζεις το βλέμμα, το κουστούμι που φόρεσες, βγαίνοντας στο φως, φάνηκε πως είχε φθαρεί σε γόνατα κι αγκώνες, κι είχε ακόμη εκείνο το λεκέ εκεί στ’ αριστερά δίπλα στο πέτο. Η σάρκα πάλι νίκησε κι η συνέχεια έπεται…