Γράφει η Λυδία Βήτα
Έχει καιρό που χώρισαν οι δρόμοι μας. Έχει καιρό που δεν με πληγώνει πια η απουσία σου. Ήταν δύσκολο να σε αφήσω τελικά μα καθόλου δύσκολο να καταλάβω πως έχασα εσένα για να κερδίσω εμένα.
Κάνοντας την αναδρομή μας, θυμάμαι όμορφα πράγματα. Δεν έχω κάτι άσχημο εν τέλει να σου προσάψω. Τώρα που έχει φύγει ο θυμός μπορώ να σου το πω καθαρά πια. Ίσως όμως το ότι δεν είχα κάτι άσχημο να σου φορτώσω, τελικά έκανε δύσκολο το γεγονός να σε ξεπεράσω. Δεν είμαι τόσο μεγάλη εγωίστρια όσο νόμιζες για να (σου) το παραδεχτώ αυτό.
Ήσουν από τις όμορφες τις σχέσεις. Αυτές τις ήρεμες με τις καλές στιγμές. Αυτές που έγιναν σιγά – σιγά και χτίστηκαν σε όμορφο έδαφος. Τα θεμέλια είχαν μπει καιρό πριν και η δουλειά που κάναμε δεν ήταν τόσο δύσκολη.
Ήταν ώριμη σχέση. Χωρίς καυγάδες, χωρίς φωνές, χωρίς ταραχή και υστερία. Ήταν όλα τόσο καλά που σχεδόν καθημερινά αναρωτιόμουν αν αυτό όλο ήταν φυσιολογικό. Βλέπεις πριν από εσένα όλοι όσοι ήρθαν, ήρθαν με ένταση και προβληματισμούς. Εσύ δεν ήσουν έτσι. Εσύ πάντα ήσουν ήρεμος.
Ωστόσο, τρέμω τη στιγμή που θα σε συναντήσω. Κυρίως γιατί ποτέ δεν σου είπα όλα όσα ήθελα για να δώσω το δικό μου φινάλε. Τρέμω, γιατί δε θέλω να νιώσω τίποτε για εσένα. Ούτε χαρά, ούτε λύπη, ούτε θυμό, ούτε ενθουσιασμό, ούτε καν ένα μικρό χτυποκάρδι αμηχανίας.
Δε θέλω να σε συναντήσω τυχαία στον δρόμο γιατί δεν ξέρω πώς θα ήθελες να σου φερθώ. Και να σου πω την αλήθεια, δεν ξέρω κι εγώ πώς θα ήθελα να σου φερθώ. Σίγουρα θα δείχνω ψύχραιμη, αλλά μετά από τόσο καιρό, πώς μπορώ να σε συναντήσω τυχαία στον δρόμο και να νιώσω ήρεμη;
Κάποτε πίστευα ακράδαντα πως δύο άνθρωποι που έχουν μοιραστεί το ίδιο κρεβάτι μπορούν να έχουν μία επαφή. Αυτό ακόμη το πιστεύω. Δύο άνθρωποι όμως που μοιράστηκαν μία αγκαλιά πώς μπορούν να έχουν μια οποιαδήποτε επαφή;
Δεν μπορούν!
Ίσως να μην χρειάζεται κιόλας να μπορούν.
Κάποιοι άνθρωποι που περνούν από τη ζωή μας, τη σημαδεύουν με έναν μοναδικό τρόπο. Εσύ μου άφησες σημάδια που ναι μεν αγαπώ, αλλά δεν θα ήθελα κανένας να τα αγγίξει. Πόσο μάλλον εσύ.
Είναι καλύτερα που έφυγες και δεν σε είδα ξανά. Εύχομαι κι ελπίζω όταν κι αν βρεθείς ξανά στο δρόμο μου, να σκέφτομαι πως θέλω να νιώσω όμορφα που θα σε δω και να μην σκέφτομαι ότι θέλω να νιώσω κενό.
Εύχομαι, όταν κι αν με δεις κι εσύ ξανά, να νιώσεις όμορφα κι όχι τίποτε. Γιατί το τίποτε σημαίνει πως δεν είχαμε κάτι. Κι αν θυμάμαι καλά, είχαμε πολλά περισσότερα από αυτά που πιστεύαμε και οι δύο. Ή εν τέλει κι οι τρεις…