Γράφει η Ισμήνη Βυθούλκα

Αυτά τα δύσκολα τα καθημερινά. Που δεν ήμουν εκεί όταν άνοιξες την πόρτα να κλέψω το πρώτο φιλί. Που δε σε κοίταξα στα μάτια, γιατί κι οι δυο φροντίζαμε τα παιδιά μας. Που ξάπλωσες δίπλα μου και ξέχασες και ξέχασα να πούμε καληνύχτα. Που η κούραση δε με άφησε τότε να σου δείξω πως είμαι εδώ για σένα.

Που σου φώναξα γιατί δεν έβγαλες τα παπούτσια σου στην είσοδο. Που ξέχασες να φέρεις αυτό που σου ζήτησα όταν επέστρεφες από τη δουλειά. Που σε άφησα μόνο για να δω την αγαπημένη μου σειρά. Που μέρες ολόκληρες πέρασαν κι ακόμα δεν καταφέραμε να πάμε εκείνη τη βόλτα στο πάρκο.

Άρχισε η ζωή μας να μοιάζει δυστοπία, παρ’ όλο που εμείς πάντα επιθυμούσαμε την ουτοπία. «Νομίζω πως αλλάξαμε» θα πούμε ο ένας στον άλλον, αλλά ψάχνοντας βαθύτερα θα καταλάβουμε πως απλά δίναμε μορφή στην άμορφη ύλη μας, με μια αόρατη σμίλη δημιουργήσαμε καμπύλες κι εσοχές τέτοιες,  που να θαυμάζονται στη θέασή τους.

Γιατί ακόμα είμαστε εδώ. Γιατί ακόμα προσπαθούμε. Γιατί ακόμα είσαι εσύ ο άνθρωπος που θέλω να τα μοιραστώ όλα. Ναι το παραδέχομαι, κάπου-κάπου έκανα δεύτερες σκέψεις, ίσως να έκανες κι εσύ, όμως ποτέ δεν τις αφήσαμε να νικήσουν το παιχνίδι μας.

Τώρα μετά από χρόνια μπορώ να δω αυτό που πλάσαμε μαζί σαν μικροί θεοί. Μπορώ να δω τα όχι σου, τα γιατί σου, την κούραση σου. Αλλά μπορώ ν’ απολαύσω και τα ναι σου, τα διότι σου και την απίστευτη ενέργειά σου. Μπορώ να δω κάθε ένα ελάττωμά σου να μετατρέπεται σε χίλιες δυο αστείες αναμνήσεις. Μπορώ να δω ότι το ίδιο δυσκολευόσουν κι εσύ, μπορεί και παραπάνω.

Όταν κοίταξα πέρα από τον δικό μου ορίζοντα είδα τον δικό σου. Είδα την ομορφιά του και δε σου κρύβω πως την ζήλεψα. Κι αφού μπορούσα καθημερινά να αντικρίζω αυτή την ομορφιά θα ήμουν τρελή να μην το κάνω.

Και τίναξα όλα αυτά τα μικρά τα δύσκολα τα καθημερινά. Τα άφησα στην άκρη, εκεί υπάρχουν, αλλά δεν τα κουβαλώ. Είδα πάνω και πέρα από όλα αυτά και θυμήθηκα. Θυμήθηκα γιατί είμαι εδώ με σένα. Θυμήθηκα το λόγο που αποφάσισα να ζήσω την υπόλοιπη ζωή μου μαζί σου. Θυμήθηκα όλα εκείνα τα χαριτωμένα, γλυκά και παθιασμένα όνειρά μας.

Μη μασάς, ότι κι αν έρθει από εδώ και πέρα θα είναι δικό μας. Θα το αγκαλιάζουμε και θα το καλοπιάνουμε έως την ώρα που δε θα πατάμε πια σ’ αυτή τη γη. Και θα έχει πάλι λιακάδα αύριο. Θα με βρεις και θα σε βρω πάλι στον δικό μας ιδιωτικό κήπο, που γνωρίζουμε μόνο εμείς οι δυο την πρόσβαση και την μυρωδιά του. Θα έχουμε την ίδια λαχτάρα να συναντηθούμε και αύριο.

Θα συγχωρούμε την οξυθυμία μας και θα χαιρόμαστε την αδυναμία μας. Θα κολυμπάμε μαζί το καλοκαίρι. Θα ακούμε μαζί τις πιο κρυφές μας σκέψεις. Και ξέρεις, θα πάμε και τα ταξίδια που δεν πήγαμε γιατί έτσι το θέλησες εσύ, έτσι το θέλησα κι εγώ.