Γράφει η Μαριάμ Πολυγένη
Τη γνώρισες ποτέ την αγάπη; Την πρόσφερες; Την είδες έστω να υπάρχει δίπλα σου κι ας μην ήσουν εσύ ο τυχερός αποδέκτης; Την αγάπη την αληθινή, εκείνη που όμοιά της άλλη δεν υπάρχει κι όχι τη γιαλαντζί, εκείνη που βαπτίζουμε «αγάπη» από άγνοια του ορισμού της πραγματικής.
Ποιος να ‘ναι άραγε ο ορισμός της; Στην ερώτηση «Τι ‘ναι αυτό που το λένε αγάπη;» να ‘ναι εύστοχη σαν απάντηση το «ποτέ κανένα στόμα δεν το ‘βρε και δεν το ‘πε ακόμα» ή από φόβο πως είμαστε μικροί και λίγοι για ν’ αναλύσουμε το πιο δυνατό κι έντονο συναίσθημα του κόσμου, προτιμούμε να υιοθετήσουμε σαν απάντηση τον γνωστό στίχο κι όχι το τι πραγματικά σημαίνει ν’ αγαπάς αληθινά;
Ναι, ν’ αγαπάς αληθινά είναι το πιο τρομακτικό και συνάμα το πιο απολαυστικό πράγμα στον κόσμο. Το πιο δύσκολο και ταυτόχρονα το πιο εύκολο κι αβίαστο. Ένα συναίσθημα που θα μπορούσαμε ν’ αναλύουμε τη δύναμή του για χρόνια ή να μη χρειαστεί ανάλυση ποτέ. Γιατί όταν θ’ αγαπήσεις ή θ’ αγαπηθείς αληθινά θα το νιώσεις. Τίποτα στον κόσμο αυτό δεν μπορεί να σε κάνει να το αγνοήσεις. Κι αυτή είναι η μεγαλύτερη δύναμη της αληθινής αγάπης.
Μιας αγάπης που αν είχε φωνή θα μας έλεγε τόσα ή μπορεί και τίποτα. Βλέπεις, η αγάπη ξέρει πότε να μιλήσει και πότε όχι. Αναγνωρίζει ποιος θέλει να συνομιλήσει μαζί της και ποιος δε χρειάζεται ούτε μια της κουβέντα. Αν όμως είχε φωνή και μπορούσε «να βάλει τα πράγματα στη θέση τους» ίσως να σου έλεγε πως βαρέθηκε να χρησιμοποιείς το όνομά της και να επιμένεις πως κατοικεί σε μέρη που η ίδια δεν επισκέφτηκε ποτέ. Οι καρδιές με εωσφορικό εγωισμό, κακές προθέσεις και δόλο, δεν τη συνάντησαν ποτέ. Κι όχι γιατί η ίδια δεν ήθελε, αλλά γιατί εκείνες της κλείνουν πεισματικά την πόρτα.
Αν είχε φωνή ίσως να μας έλεγε πως τη θλίβει που τη θεωρείς κάτι δεδομένο. Που είσαι σχεδόν σίγουρος πως μπορείς να την αντιληφθείς αμέσως, ενώ εκείνη γνωρίζει καλά πως η δύναμή της δεν βρίσκεται στο «αμέσως». Γίνεται πιο δυνατή με τον καιρό, πιο ισχυρή με το «ζύμωμα» των ανθρώπων και πιο έντονη όταν αντέξουμε τη μακρόχρονη οικειότητα. Η αγάπη εμφανίζεται με την υπομονή. Γιατί εκείνη ξέρει πως ένα αγαθό που λαμβάνεται πριν την ώρα του μπορεί ν’ αποδειχθεί βλαβερό για την υγεία μας.
Ίσως μας έλεγε πως τα λογικά μυαλά τη συναντούν πιο δύσκολα γιατί συχνά δυσπιστούν στη δύναμή της. Και θέλει να πιστεύεις στη «μαγεία» της για ν’ αποδεχθείς πως υπάρχει. Γιατί η διαφορά ανάμεσα στο πιθανό και στο απίθανο είναι σε τι από τα δύο πιστεύεις. Κι αν δεν πιστεύεις πως μπορείς ν’ αγαπηθείς και ν’ αγαπήσεις αληθινά, είναι σίγουρο πως οι πιθανότητες για να το ζήσεις όλο και θα λιγοστεύουν!
Αν η αγάπη μπορούσε να σου φωνάξει δυνατά κάτι θα ήταν το «Θα είμαι πάντα εκεί!». Αν για κάποιο λόγο κάτι το αγαπήσεις δε θα πάψει ποτέ να συμβαίνει αυτό. Η αληθινή αγάπη δε χάνεται, είναι αιώνια. Ακόμη κι αν κάνεις τα πάντα για να την ξεριζώσεις από μέσα σου απλά δεν μπορείς. Δεν υπακούει σε ανθρώπινους κανόνες, δεν μπορεί να τη διώξει η απογοήτευση, η απομυθοποίηση, ούτε καν μια νέα αγάπη! Ό,τι αγάπησες θα παραμένει πάντα εκεί. Σε μια ξεχωριστή δική του θέση στην καρδιά σου κι ας μη θες να το παραδεχτείς. Η φυγή, η απουσία κι η σιωπή δεν την εμπόδισαν ποτέ να υπάρχει…
Τα εμπόδια στην αγάπη τα βάζουν οι άνθρωποι, ποτέ η ίδια! Οι άνθρωποι κατασκευάζουν κάθε λόγο που τους κρατά μακριά της. Γιατί φοβούνται την αλλαγή, την ωρίμανση, τη μάθηση. Γιατί η αλλαγή είναι αναπόφευκτη. Αν αγαπήσεις αλλάζει η στάση σου, οι απόψεις σου, οι επιθυμίες σου, οι προτεραιότητές σου, το ίδιο σου το είναι. Η αγάπη μας διδάσκει έναν νέο τρόπο ζωής. Τώρα κάθε κίνησή μας δεν έχει ως αντίκτυπο το δικό μας όφελος, αλλά το όφελος όλων. Γιατί αν καταφέρεις ν’ αγαπήσεις αληθινά έναν άνθρωπο, κατανοείς όσο ποτέ άλλοτε τον στίχο «κι αγαπώ κι όλο τον κόσμο γιατί ζεις κι εσύ μαζί».
Αν η αγάπη είχε φωνή θα σου έλεγε πως υπάρχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να τη συναντήσεις όταν την ξοδεύεις. Όσο περισσότερο τη σκορπάς, τόσο περισσότερη έχεις! Κι αν θέλεις να σε βρει η αγάπη πρέπει εκείνη να ξέρει πως τη χρειάζεσαι. Να το δείχνεις, να το επιθυμείς, να το αναζητάς. Αν νιώθεις κάτι, άσε τους άλλους να το ξέρουν. Είναι κρίμα να δείχνεις μόνιμα «καλά» στη μοναξιά σου αλλά μέσα σου να εκλιπαρείς ν’ αγαπηθείς. Πρέπει να πάψεις να υποκρίνεσαι πως η μοναξιά αντέχεται, όταν δεν την αντέχεις. Γι’ αυτό γνώρισε, φλέρταρε, νιώσε…
Νιώσε τι θα πει νοιάζομαι, δε με αφήνουν αδιάφορο οι ανάγκες του άλλου, η χαρά του είναι και δική μου χαρά, η θλίψη του θλίψη μου κι η ελευθερία του νόμος απαράβατος. Αν η αγάπη δεν αναγνωρίζει την προσωπική ελευθερία δεν είναι αγάπη. Ο κάθε άνθρωπος έχει τους δικούς του τρόπους, ρυθμούς και χρόνους για να ωριμάσει, ν’ αποδεχτεί, να κάνει λάθη, ν’ αλλάξει, ακόμη και ν’ αγαπήσει. Επειδή εμείς αγαπάμε δε σημαίνει πως θα πρέπει ν’ απαιτήσουμε από τον άλλον να νιώσει το ίδιο. Για την ακρίβεια, η αληθινή αγάπη δεν απαιτεί ποτέ.
Έχει πάντα μια αγκαλιά ορθάνοικτη. Δεν κλείνει ποτέ γιατί δεν έχει σκοπό να σε φυλακίσει αλλά να έρχεσαι σε αυτή κάθε φορά που το επιθυμείς. Κι αυτό είναι το πιο δύσκολο σημείο για τον άνθρωπο. Θέλει ν’ ανήκει και να του ανήκουν κι αυτό δε θα το καταλάβει ποτέ. Αλλά όχι δεν είναι ήττα να είσαι πάντα εκεί για κάποιον, μόνο νίκη. Νίκη ακόμη κι ενάντια στον ίδιο μας τον εαυτό. Όποιος κατάφερε ν’ αγαπά χωρίς να θέλει δικό του τον άλλον είναι ο μόνος που στο τέλος θα τον έχει κατά κάποιο τρόπο δικό του για πάντα. Γιατί αν κάποιος θέλει να δώσει το καλύτερό του κομμάτι σε κάποιον, θα επέλεγε εκείνον που δεν το απαίτησε, έτσι δεν είναι;
Αν η αγάπη είχε φωνή θα σου έλεγε να μην εμπιστεύεσαι όλα εκείνα που διατυμπανίζουν πως θα σου φέρουν την αγάπη. Η αγάπη έρχεται αθόρυβα. Λατρεύει να εμφανίζεται σε μέρη, ανθρώπους και καρδιές που ποτέ δεν πίστευες πως θα τη συναντήσεις και σχεδόν πάντα τη στιγμή που έχεις χάσει την πίστη σου σ’ εκείνη. Δεν υπακούει σε όρους και κανόνες και δεν υπάρχουν γι’ αυτή φράσεις όπως «αταίριαστα ζευγάρια» ή «απορώ τι του/της βρήκε». Ξέρει πως η εμφάνιση, ο χαρακτήρας κι οι λέξεις που τα στόματα των ανθρώπων ξεστομίζουν δε θα μπορέσουν ποτέ να τη νικήσουν. Εκείνη θα ‘ναι πάντα ο λόγος που κινείται οτιδήποτε πάνω σε αυτόν τον πλανήτη κι ό,τι λειτουργεί ως υποκατάστατό της δε θ’ αντέξει για πολύ.
Αν η αγάπη είχε φωνή, θα μου ψιθύριζε «φτωχά λόγια βρήκες για να με ορίσεις».
Και θα συνέχιζε να μ’ αγαπά…